Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια -ίλα που μυρίζει Βαλκάνια. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος του χαρακτήρα της Ελλάδας που πολιτισμικά είναι μακριά από την Δυτική Ευρώπη και τον εκσυγχρονισμό, ενώ είναι περισσότερο κοντά στην πολιτισμική ζώνη που σηματοδότησαν η πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Βυζάντιο, την οποία μοιράζεται με τις υπόλοιπες χώρες των Βλακανίων.

Σε περίοδο οικονομικής κρίσης η -ίλα είναι της μοδός για να περιγράψει την κατάρρευση της ψευδαίσθησης ότι απέχουμε παρασάγγας από τους υπόλοιπους Βαλκανίους και ότι είμαστε μια νησίδα Εσπερίας που θα χρησίμευε ως μεσάζων για να ενταχθούν και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ότι εντέλει η όποια διαφοροποίησή μας από τα υπόλοιπα Βαλκάνια αποδείχθηκε ένα επεισόδιο όχι και τόσο μεγάλο σε διάρκεια. Ορισμένοι πανηγυρίζουν την βαλκανίλα στην λογική ανάληψης της Ρωμιοσύνης τε και βρωμιοσύνης που αποτελεί σημαντικό μέρος της ταυτότητάς μας, επιβεβαιώνοντας εκ του αντιστρόφου τον Samuel Huntington.

Εξάλλου, η βαλκανίλα χρησιμοποιείται γενικά για οποιοδήποτε πολιτισμικό ερέθισμα έχει ένα βαλκανικό μπρεγκοβιτσικό / κουστουριτσικό ζενεσεκουά. Μάλιστα η βαλκανίλα δεν είναι προνόμιο των Βαλκανίων, αλλά μπορεί να εμφανιστεί όπου γης στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας.

Παρεμπιπτόντως, την πρόσληψη της βαλκανίλας από τους Ευρωπέους εταίρους μας έχει analύσει με Β-λακανικούς όρους ο Slavoj Zizek. Υποτίθεται ότι στα 1990ζ, όταν μαινόταν ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οι λαοί της θεωρούντο ως η συστατική εξαίρεση που συνιστούσε το συμβολικό σύστημα της Ευρώπης ως ο εξαιρούμενος Άλλος της, με τρόπο που στην λακανική ψυχανάλυση ισοδυναμεί με την jouissance ως άρρητη συνύφανση ηδονjής και οδύνjης επέκεινα της συμβολικής συστηματοποίησης και θεματοποίησης. H μεγάλη επιτυχία της α λά Emir Kusturica βαλκανίλας οφειλόταν ακριβώς στο ότι με τα πνευστά, τους Ρομά, την οργιαστική μουσική και το γενικό ντελίριο προσέφερε στην Ευρώπη την jouissance ενός μη συμβολοποιήσιμου Άλλου (του Πραγματικού κατά Lacan). Στην περίοδο 2010-2012, όταν ήταν η Ελλάδα στην μπούκα, πολλοί νεοζιζεκιανοί εντρύφησαν σε παρόμοιες analύσεις για την φοροκώσταινα ως συστατική εξαίρεση της Ευρώπης, αναλύοντας λ.χ. την jouissance του σουβλακιού, που τρέχουν τα ζουμιά στα χέρια σου και σε ενοχλούν καθώς σε λερώνουν, αλλά σου αρέσει κιόλας καθώς το βρώμικο είναι μέσα στην ευχαρίστηση. Πέρα από την σχετικότητα του ποιος τυχαίνει κάθε φορά να είναι ο Άλλος της (Δυτικής) Ευρώπης, νομίζω ότι μπορούμε να κρατήσουμε ότι στην βαλκανίλα ενυπάρχει μια ορισμένη jouissance, μια γοητεία από την καταστροφή, την ευτέλεια, την γυφτιά, την μυρωδιά μπαρουτιού, το χάος. Περισσότερα στα παραδείγματα.

  1. Βαλκανίλα και Κάιρο μυρίζει. Και παλιά Αθήνα του ’60, όταν οι ζητιάνοι συνωστίζονταν στα σκαλιά των εκκλησιών κάθε Κυριακή, απλώνοντας εικονίτσες και άδεια χέρια κάτω από τις μύτες των νοικοκυραίων, κι όταν μαυροντυμένες κοσμοκαλόγριες με μπόγους γυρνούσαν πόρτα πόρτα πουλώντας μοσχολίβανο και καρβουνάκια. [...] Το ’50 και το ’60 εισβάλλουν βίαια στο 2012. Δεν φέρουν κανένα φολκλόρ, δεν ξυπνούν καμιά νοσταλγία, δεν περιέχουν αισθητική και καλαμπούρια, όπως αυτή που ξυπνούσαν έως πρόσφατα οι ασπρόμαυρες φαρσοκωμωδίες. [...] Η ηθογραφία εξελίσσεται: σαν δυστοπία. (Από το Νίκο Ξυδάκη εδώ).

  2. (Του ίδιου Βαλκανίλα και καγκουριά για τη νεοβαλκανίλα της Αθήνας):
    Στις κεντρικές συνοικίες, ακόμη και στα θεματικά πάρκα της διασκέδασης, Γκάζι και Ψυρρή, το χρώμα και η αύρα έχουν αλλάξει, τα αλλάζει ραγδαία η κρίση και η φτώχεια. Μια βαλκανίλα τα σκεπάζει όλα, ημιορατή ακόμη, σαν τούλινος μανδύας, που όμως επιμένει και εντείνεται, σταθερά. [...] Η βαλκανική αύρα, ίσως και ανατολικομεσογειακή, απλώνεται πολύχρωμη, μελαγχολική, με υποβόσκουσα επιθετικότητα, πλανάται πάνω σε ρημαγμένες βιτρίνες και φαλιρισμένα μαγαζιά, σε θορυβώδη γκράφιτι και μαρκαρίσματα, σε καφενεία ανάγκης με φωναχτές επιγραφές «καφές 1€», σε φούρνους που ξεφυτρώνουν διαρκώς, στα κλειστά περίπτερα και τις πολλαπλασιαζόμενες τυφλές ζώνες του κέντρου. Ιδίως μετά το δειλινό, όταν τα χρώματα ξεβάφουν και τα φώτα είναι λιγοστά.

  1. Πρώτου μεγέθους θέμα είναι το πώς θα γίνουμε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα και όχι το πώς θα ανακατευόμαστε καθημερινά με τη βαλκανίλα (Εδώ).
  1. Η Κύπρος, είναι μία «Ελλάδα», απαλλαγμένη από την «Βαλκανίλα». (Εδώ).

  2. Μόλις γύρισα από Λος Άντζελες. Νιώθω ζαλισμένη. Δεν είναι το τζετ λαγκ. Φταίει η ανεπαίσθητη μυρωδιά φτώχειας, στον αέρα. Η «Βαλκανίλα» (Από το Φέισμπουκ).

  3. Ξέρω πως μπορεί να πέσεις σε χιόνια, βροχές, κρύο κλπ, αλλά χειρότερα από τη… βαλκανίλα του Λονδίνου και τη γκριζίλα της Βρετανίας δεν υπάρχει (Εδώ).

  4. Επίσης μεγάλε οφείλω να σε πληροφορήσω ότι εγώ για τη γυφτιά μου και για τη βαλκανίλα μου είμαι περήφανος. (Εδώ).

  5. Όταν βλέπεις σέρβικο που ξεκινάει με πισωκολλητό στο πεντάλεπτο, ξέρεις ότι πρόκειται ν’ ακολουθήσει πολλή ποιότητα, και το μοιρολόι που σκάει αμέσως μετά το σπέρμα, έρχεται σαν τραγουδιστή επιβεβαίωση σ’ αυτό το περίεργο μείγμα μοντέρνου κινηματογραφικού δράματος και αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κομπλέ με τους χορούς και τα τραγουδιστά τους διαλείμματα. Τραγικές ζωές τραγικών ανθρώπων ξεδιπλώνονται με γοητευτική ελλειπτικότητα, μέσα σε σάλες, μπάρες και καφενέδες που μυρίζουν βαλκανίλα, απ’ αυτήν που ποτίζει τους τοίχους όταν τινάζονται πάνω τους φτυσιές, ιδρώτες κι αίματα, απ’ τα μπουνίδια και τα πηδήματα που χρησιμοποιούν οι λιγομίλητοι χαρακτήρες για να επικοινωνήσουν καλύτερα. (Βαλκανίλα πχοιότητας εδώ)

  6. Η καταγωγή των μελών είναι από Σερβία, Βουλγαρία, Ιαπωνία και Αμερική. Τί στυλ μουσικής παίζουν οι Kultur Shock; [...] Ναι, μοιάζουν με τους Gogol Bordello, αλλά έχουν νομίζω πιο πολλά heavy rock στοιχεία από punk και πιο έντονη τη 'βαλκανίλα' στις ενορχηστρώσεις. Ναι, σε σημεία μοιάζουν σαν οι System of a Down να μέθυσαν σε γλέντι χώρας των Βαλκανίων και να τζαμάρουν μαζί με παραδοσιακά όργανα, ναι μοιάζουν σαν ο Bregovic να θυμήθηκε στα γεράματα ότι υπάρχουν οι ενισχυτές και τα distortion, ναι έχουν έναν τραγουδιστή που πραγματικά 'φτύνει' τους στίχους από τους οποίους δεν καταλαβαίνω τίποτα αφού το 80% είναι στα σέρβικα αλλά ως δια μαγείας δε με πειράζει καθόλου και ναι, έχει κάνει παραγωγή σε album τους ο Billy Gould (Faith no More-bass). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη λέξη πάτος + κατάληξη -ίλα.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει:

α) αντικείμενα του πεταματού, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στον πάτο της ποιοτικής κλίμακας του ομιλούντος,

β) (συχνότερα) καταστάσεις / εμπειρίες έσχατης κατάντιας (βλ. και πιάνω πάτο) ή, στην πιο ελαφριά εκδοχή, με κατάληξη τουλάχιστον απογοητευτική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η χρήση μπορεί να επεκταθεί και για παρακμιακά μέρη.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος είναι αμοιβαίως εναλλάξιμος με τη λέξη σαπίλα. Ωστόσο, ενώ ο χαρακτηρισμός πατίλα μπορεί να μεταφέρει αποκλειστικά μειωτική διάθεση (η εκφορά συνοδεύεται από ξινισμένη γκριμάτσα, βλ. παράδειγμα 1), συχνότερα υπαινίσσεται χαρά, ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία του ομιλούντος για την καλτίλα του σκηνικού (συνοδεύεται από χαμόγελο και ανασήκωμα των φρυδιών, βλ. παράδειγμα 2). Η «κατάντια», δηλαδή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, αφορά μόνο στην αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης, που συχνά ουδεμία σχέση έχει με την υποκειμενική!

Συναντάται επίσης ως πατιλιά.

[i]1. - Έλεος ρε φίλε! Δηλαδή εγώ που ξεσκίστηκα όλο το εξάμηνο με τις εργασίες και έτρεχα σαν το Βέγγο να προλάβω τις προθεσμίες, πήρα τον ίδιο βαθμό με την άλλη που κατέβηκε μόνο στο τέλος στις εξετάσεις;! Τι πατίλα είναι αυτή ρε γαμώτο;!
- Κάτσε ρε... ξεχνάς τη μοριοδότηση...

  1. - Έχουμε πάει που λες για το χαβαλέ με τον Κώστα στο ζιγκολάδικο στην Πατησίων, μια υπόγα, και έχουμε αράξει στην μπάρα με γυαλί ηλίου, πουκαμισιά ανοιχτή και δε συμμαζεύεται, και καλά γόηδες. Τα ποτά μπόμπα, οι γυναίκες όλες πάνω από 50, στην πίστα ένας τύπος με διχτυωτή μπλούζα να «χορεύει» - «δρομέα» τον λέγαμε - και Σώτης Βολάνης να παίζει στα ηχεία... σαν τα «Παρατράγουδα» σου λέω!... Και εκεί που το τραγούδι έλεγε κάτι «στέλνεις SMS στην καρδιά μου» και κάτι τέτοια, έρχεται μια μπάμπω και μου λέει με βλέφαρα πεταριστά: «Εσύ; Θα μου στείλεις κανένα SMS;»... Της λέω: «Μπαα... δεν έχω κάρτα...»!
    - Πω ρε φίλε! Πατίλα! Αυτά είναι!
    [/i]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.

Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».

Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.

Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified