Η φήμη, κάτι που ακούγεται γενικότερα, διαδίδεται και πιστεύεται οτι είναι αλήθεια σαν μυθολογία, αλλά κανένας δεν ξέρει απο πού προέκυψε η κυκλοφορία και να την επιβεβαιώσει.

- Ρε, πού χάθηκε αυτός ο ηθοποιός; Άκουσα πήγε Αμερική να κάνει διεθνή καριέρα.
- Κι εγώ το έχω ακούσει, αλλά το έψαξα στο Ίντερνετ και δε βρήκα τίποτα τέτοιο, μάλλον urban legend είναι.
- Τι λε ρε; Αφού όλοι έτσι λένε, ότι πήγε Αμερική.
- ... Ε, τι να σου πω.

Βλέπε και αστικός μύθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.

Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωστό είναι: αλάργα, το αντίθετο του απίκο.

- Δεν βγήκαμε στο νησί, το καράβι έριξε άγκυρα αλάργα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μτφ. πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα.

- Άντε τώρα να βγάλεις άκρη με τα κοινόχρηστα σε τούτο το καραβάν σεράι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Γιατί δεν πάς στο άλλο βενζινάδικο που την έχει πιο φθηνή;
    - Ε τώρα για 5 φράγκα... κλάιν μάιν...

  2. - Πώς ήταν το πάρτυ;
    - Εμείς κι εμείς ήμασταν. Κλάιν μάιν...

βλ. και πουτς μάιν κλάιν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τα λέμε και τα lebel. Χαιρετισμός που σημαίνει σκέτο τα λέμε, αλλά πιο κουλ.

- Την κάνω φίλε...
- Τα λέμπελ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται υποτιμητικά για ταινίες ή άλλα πολιτιστικά προϊόντα, που θυμίζουν υπερβολικά τα κόμικ της Μάρβελ, έχοντας λ.χ. «χάρτινους» υπερήρωες, αναληθοφάνειες, «φέσια», good guys & bad guys, θυμίζουν αισθητική κόμικ, υπερβολικά γραφικά κ.τ.ό.

- Ντάξει, να πάμε σινεμά, αλλά μην δούμε καμιά μαρβελιά πάλι...

το χουμε ξαναδει το έργο (από xalikoutis, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγαρμπα εξελληνισμένη εκδοχή του ονόματος ενός παλιού δημοφιλούς ηλεκτρονικού παιχνιδιού (arcade) πλατφόρμας, του «Bubble Bobble» (εκείνο με τις φούσκες, τις τσίχλες, τη διαμαντόπιστα και τη φάλαινα).

Εμφάνιση:
Ο όρος έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του '80, τη χρυσή δεκαετία των ηλεκτρονικάδικων, όταν και το Lower στα εγγλέζικα ισοδυναμούσε με διδακτορικό.

- Μαλάκα, πάω να φέρω πιτόγυρα στο Βαγγέλη που παίζει μπούμπλε στου Τζάννη. Το 'χει τερματίσει 3 φορές και συνεχίζει.
- Όχι ρε πούστη μου. Πάω να φωνάξω τη μάνα του. Κάποιος θα πρέπει να τον ταΐζει για να μη σταματήσει...

Σχετικό: Λούσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.

Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified