Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.

Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιά σλανγκιστική συνήθεια του κουτσουρέματος των λέξεων (βλέπε εφτά νομά σ' ένα δωμά, ή και πιο πρόσφατα προχώ, πλερώ, μαλά) περνάει σε κουτσούρεμα πρότασης. Διότι ο προφορικός λόγος είναι πρακτικός και βιαστικός, οπότε για να μην επαναλαμβανόμαστε, λέμε το «αλλα δεν», και εννοούμε την αρνητική έκβαση των γεγονότων.

Επίσης η συγκεκριμένη διατύπωση βρίσκεται μια σκάλα μετά το ξερό «όχι» (λίγο αγενές), στην κλίμακα του «δεν γουστάρω να δώσω λεπτομέρειες. Απαντάμε στην ουσία, αλλά χωρίς μπούρου μπούρου. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

  1. - Τι έγινε χθες; Σκόραρες;
    - Κοίταξε, το πάλευα από 'δω, το πάλευα από 'κει, αλλά δεν!

  2. - Πάμε διακοπές Πάρο όλη η παλιοπαρέα;
    - Οχι ότι δεν θέλω, αλλά δεν!
    - Κάποια γκομενοδουλειά είναι στη μέση, πες το ρε, κι εμείς το προσκυνήσαμε κάποια στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από τη παλαιολιθική περίοδο, τότε που η επικοινωνία στηριζόταν σε φωνήεντα. Στις μέρες μας έρχεται σα μπαλαντέρ να καλύψει γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις με τρόπο που να γίνεται αντιληπτός μόνο από τους χρήστες.

  1. - Έχω ξεμείνει από αούα, μπορούμε να βρούμε;
  2. - Θα έρθει και ο Αούα μαζί μας;
  3. - Μάκη, βάλε ένα αούα!
  4. - Έχουμε ένα τύπο στη δουλεία που είναι πολύ αούα.
  5. - Κοζάρεις από αούα;

Η αούα του Πετεφρή (από poniroskylo, 03/02/10)(από fitifititis, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δικαιολογία που προτάσσει ένας καλλιτέχνης του κώλου προκειμένου να υπερασπιστεί το έργο του. Λέγοντας αυτό, ο ψευδο-καλλιτέχνης εννοεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή του είναι θέμα προσωπικής του άποψης οπότε δεν χωράει άλλη εξήγηση. Έτσι βουλώνει το στόμα των αδαών.

Κυρίως όμως το λέμε εμείς όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα τέτοιο έργο και δεν ξέρουμε να εξηγήσουμε τίστομπούτσο είναι αυτό που βλέπουνε τα μάτια μας.

(Το λέμε όμως και όταν πράγματι αυτό που αντικρύζουμε είναι ιδιαίτερο αλλά τυχαίνει να είμαστε εμείς οι ανίδεοι και δεν ξέρουμε τι να πούμε. Εν τοιαύτη περιπτώσει, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο τέχνης, ταινία, κείμενο κλπ το οποίο δεν κατανοούμε αμέσως, κινδυνεύουμε είτε να το παραγνωρίσουμε θεωρώντας το μαλακία, ή να το θαυμάσουμε άδικα νομίζοντας ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικό. Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το, δηλαδή).

Ο καλλιτέχνης επιδεικνύοντας το έργο του στα εγκαίνια της έκθεσής του:
- Εδώ έβαλα σκουλήκια στη θέση του ανθρώπου ώστε να φανεί η μικρότητά του σε σχέση με το θείο που απεικονίζεται στον από πίσω πίνακα.
(κάποιοι θεατές:
- Τί λέει ρε μαλάκα το άτομο;
- Ξέρω γω ρε συ; Άποψη...)
Η δημοσιογράφος που κοιτάει (τον καλλιτέχνη, όχι το έργο) εκστασιασμένη:
- Και γιατί επιλέξατε σκουλήκια κύριε Τσαρλατάνογλου και όχι, ας πούμε, πατάτες;
- Άποψη.
- Μάλιστα. Είναι πραγματικά θαυμάσιο αυτό το μήνυμα που προσπαθείτε να περάσετε στο κοινό σας...

ΑΜΑΝ - Μαεβιους Παχατουριδης (από acg, 20/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξοργίζομαι σε τέτοιο βαθμό που με πιάνει μια υστερία, ένα παραλήρημα από φωνές, ουρλιαχτά και μπινελίκια χωρίς αυτοέλεγχο, με αποτέλεσμα η κατάστασή μου να θυμίζει, κυριολεκτικά ή καθ' υπερβολή, λυσσασμένο άνθρωπο με αφρούς στο στόμα.

- Φιλενάδα έκανα μαλακία...
- Μίλα τέκνον μου. Με το Γιάννη;
- Ναι, αλλά όχι γκομενικά και τέτοια. Θυμάσαι το λουκάνικο που έχει και στέκεται στην αποθήκη και μαζεύει σκόνες; Έβγαλα κι έπλυνα τις παραλλαγές του...
- Και;
- Αυτά τα φθηνοπράματα δεν ήταν για πλύσιμο τελικά... Ένα μάτσο κουρέλια έβγαλα από το πλυντήριο. Τα είδε και έβγαλε αφρούς. Το τι άκουσα... Καθόταν κι έκλαιγε για κάτι λοχιόσημα, για κάτι πέυ-μπουκ, ιστορικά εξοδόχαρτα και κάτι τέτοια ακαταλαβίστικα.
- Χαχα! Και δεν του είπες αυτό που λένε στα αγοράκια; «Μέχρι να πας φαντάρος θα γιάνει!». Χαχα!
- Ναι, παίξε με τον πόνο μας τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω

  2. Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω

  1. Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...

  2. - Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, η οποία σημαίνει ότι πέφτουμε με τα μούτρα σε κάτι.

Ο πατσάς, ειδικότερα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, αποτελούσε περιζήτητο έδεσμα, ειδικά για τους φοιτητές και τους στρατιώτες, αφού ήταν χορταστικό και φτηνό. Κατανοητό λοιπόν γιατί τη στιγμή της βρώσης, έπαφταν με τα μούτρα στον... πατσά.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται και στα γκομενιλίκια, εννοώντας ότι κάποιο λιγούρι, με το που βρει κοκό, πέφτει με αυτοθυσία στο ψητό.

  1. Σχόλιο σε διαδικτυακό forum:

Καλά όλα αυτά, αλλά τι να την κάνει κανείς τη στρατηγική άμα είναι ντενεκές ξεγάνωτος;
Οποιος έχει έστω και ελάχιστη προσωπικότητα, έχει και κάποιες καλές πιθανότητες, οπότε βούρ στον πατσά...
Οποιος είναι ανάξιος λόγου καλύτερα να πάει σπίτι του να μη χάνει και το χρόνο του. Τίθεται ζήτημα αυτογνωσίας: Αμα ξέρεις ότι είσαι μαλάκας και παράλληλα η γκόμενα σου κάτσει, κατα πάσα πιθανότητα είναι επειδή ταιριάζετε... είναι και αυτή μαλακισμένη δηλαδή και θα σου κάνει τη μίζερη ζωή σου ακόμα πιο μίζερη.

  1. Σχόλιο σε συζήτηση διαδικτυακού forum:
    Ας χαλαρωσουμε λιγο:Ηταν ένα βράδι του Απρίλη (92 ή 93; δεν θυμαμαι...), οταν ο γεωργός ήρθε στο γραφείο και μου ειπε: «Ξέρεις; αγόρασα και ενα Saab! Το καλυπτουμε;» Ως νεος και ορμητικός τοτε, ειπα βουρ στον πατσά. Βρηκαμε εναν ξάδελφο στην Καρδιτσα που δεν εκανε δήλωση και με ΥΔ του 1599 του πουλήσαμε σωλήνες (αρδευτικούς), πλατφόρμες τρακτερ, καρούλια ποτισματος κλπ κλπ. Βρηκαμε και εναν Πολιτιστικο Συλλογο (του οποίου ημουν Πρόεδρος και μοναδικό μελος) και του πουλήσαμε στερεοφωνικά και ηχεια για τις εκδηλωσεις. Μαζι με κατι τοκους και κατι αλλα ψιλά, το καλυψαμε. Οταν του ζητησα 15.000 δρχ (τοτε) μου εκανε παζαρια, «να, οι αλλοι παιρνουν 5.000»¨ Στο τελος πληρωσε 25.000 (σε μενα). Και το ωραίο είναι, οτι η δηλωση περασε χωρις καμια απολυτως φασαρια! Άλλα χρονια, φιλε μου.... Φαρ Ουεστ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified