Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Λέξη-έκφραση πασπαρτού που με μιας διαγράφει ό,τι κακό έχουμε προηγουμένως πει είτε είναι μειωτικό για κάποιον άλλο, που τις περισσότερες φορές είναι, είτε ασεβές και δεν αρμόζει στην αγωγή αυτού που το λέει. Η χρήση της έκφρασης αποδεικνύει περίτρανα πως ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στις τεχνικές της στρουθοκαμήλου. Βέβαια, η λέξη τείνει να γίνει λεκτικό πάσο για να ξεστομίζει κανείς ό,τι μαλακία του έρθει στο κεφάλι και μετά να βγαίνει λάδι ζητώντας συγχώρεση. Λογικό είναι μετά ο σοφός εκείνος άνδρας να εμπνευστεί το «Από τότε που βρέθηκε η συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο».

Συνήθως ακούγεται από τύποις θεούσες που παραγγέλνουν με χωρίς γάλα τον καφέ σε περίοδο νηστείας δυνατά για να τις ακούσουν όλοι, από κουτσομπόλες που κρατούν τεφτέρι με το τι-και-πώς της γειτονιάς, του τετραγώνου, του δήμου κτλ, από τύπους με χαλαρό ηθικό υπόβαθρο σαν αντίδοτο στις τύψεις και από άλλους γκραν γαμάω τύπους που έχουν ψιλομπερδέψει την έννοια της συγχώρεσης με αυτή της «κάνω την παπαριά μου και μόνο ο Θεός είναι κριτής μου». Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για το αντίθετο φύλο, αλλάξτε απλά τις καταλήξεις.

(Δύο θύαινες συζητούν αμέσως μετά την περιφορά του Επιταφίου)

- Αχ Κούλα, τι αγαλλίαση κι αυτή.
- Ναι βρε Τούλα, ο καημένος ο Χριστούλης πήρε τις αμαρτίες μας.
- Ναι, ναι. Κι εμείς οι αχάριστοι τίποτα δεν δίνουμε πίσω. Οι τελευταίοι των τελευταίων είμαστε.
- Ά, να γεια σου. Σαν την Μαριγώ την παστρικιά! Με καλσόν δίχτυ ήρθε η άτιμη.
- Αμ η Βαγγελιώ του χασάπη; Για εκκλησία ήρθες μαρή για για βίζιτα, θεμουσχώραμε. Η φούστα εσώρουχο ήταν θαρρώ!
- Άσε άσε, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει...
- Που να έβγαζα καταρράχτη και Αϊζενάουερ μια ώρα αρχύτερα να γλίτωνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερα για τον Χαϊλάντερ εδώ.

Η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που θέλουμε να αποκλείσουμε κάτι για το οποίο αδημονεί / ελπίζει ο συνομιλητής μας, αλλά δε γίνεται να το πούμε στα ίσια, είτε διότι είμαστε θετικοί / αισιόδοξοι άνθρωποι και η λέξη «όχι» δεν βρίσκεται στο λεξιλόγιό μας, είτε διότι γουστάρουμε να τον δουλέψουμε λίγο κι από πάνω (συνήθως το δεύτερο).

Είναι, δηλαδή, ένας έμμεσος τρόπος να πούμε «δεν παίζει, δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ.»

- Ρε Σούλα, τι θα γίνει, θα πάμε για κείνο τον γκαϊφέ που λέγαμε;
- Όταν πεθάνει ο Χαϊλάντερ θα πάμε...

Δες και του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσοχή, πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνο σλανγκισμό νέας κοπής, με τάσεις ηγεμονίας και μονοκαλλιέργειας. Μιλάμε για την πληθωριστική χρήση του αρνητικού επιτατικού μορίου «καν» στη δοκιμασμένη του μορφή, πακέτο με το συμπλεκτικό σύνδεσμο «ούτε», ως «ούτε καν».

Από τον Τριανταφυλλίδη αντιγράφω τις σωστές χρήσεις και τις διανθίζω με παραδείγματα οικείου ήθους και ύφους:

καν [kán] : I. μόριο αρνητικό, επιτατικό, σε αποφατικές προτάσεις, συχνά ούτε ~, χωρίς ~, χωρίς ούτε ~: α. επιτείνει την αποφατική σημασία της πρότασης· καθόλου, διόλου: Υπάρχουν φίλε μου παράλληλα σύμπαντα στα οποία αναπνέουν μουνιά που ούτε καν τα φανταζόμαστε. β. δηλώνει ότι δεν ισχύει η πρόταση ή ο όρος της πρότασης που το υποκείμενο της πρότασης θεωρεί αυτονόητα, στοιχειώδη ή ελάχιστα δυνατά: Ούτε καν στο τραπέζι δεν προλάβαμε να κάτσουμε, πήγα εγώ να φέρω το κρασί, πήγε αυτή για χαρτοπετσέπετες, ε, είναι και στενή η κουζίνα, με τα σουρταφέρτα το ξυπνήσαμε το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δύο πλάτες.

Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, το «ούτε καν» γραμματικώς πρέπει να εισάγει πρόταση ή κάτι τέλος πάντων «αυτονόητο, στοιχειώδες κλπ». Από μόνο του πάντως δεν παίζει. Η σλανγκ σημασία του, καταλήγω να πιστεύω ότι δεν είναι άλλη παρά μια εμφατική άρνηση, σε περιπτώσεις που άλλες αρνήσεις δεν ψιλοκολλάνε: π.χ. όταν η άρνηση αφορά κάτι ποιοτικό και όχι ποσοτικό, οπότε δεν κολλάει το «καθόλου». Ή, όταν η ολοκληρωτική άρνηση δεν σημαίνει κάτι κακό, οπότε δεν κολλάνε τα αρχιδιά καπαμά, παπάρια μάντολες κτο (το ούτε καν βέβαια, μπορεί να τα αντικαταστήσει σχεδόν όλ' αυτά). Βλ. και παραδείγματα.

- Είσαι πολύ ώρα εδώ;
- Όχι ρε μαλάκα, ούτε καν!

- Θα το φας το μπιφτέκι;
- Ούτε καν ρε συ, έχω σκάσει...

- Τι λέει εκεί, καλή φάση;
- Ούτε καν ρε μαλάκα, ψιλοχάλια...

- Τό 'φάγες ρε συ το ψωλίδι;
- Ούτε καν ρε φίλε, έχει γκόμενο...

- Να τ' αφήσω καμιά ώρα ακόμη να στεγνώσει και το ξαναπερνάμε μετά;
- Όχχχχι, ούτε καν ρε συ, καν' το τώρα να φύγουμε και δεν την παλεύω σήμερα.....

- Ξέρεις Αντρέα να μας πεις κανένα αρνητικό επιτατικό μόριο της νεοελληνικής;
- Ούτε καν, κυρία, δεν διάβασα γιατί είχαμε επισκέψεις.

- Χορεύεις καν καν;
- Ούτε καν...
- Ούτε καν καν καν; (σωστή χρήση)

(από Vrastaman, 08/07/09)(από xalikoutis, 05/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Άσ' τα να πάνε», «άσ' τα βράσ' τα», «ναι, καλά», «κουκουρούκου», «καλά κρασιά», κλπ.
Σα να λέμε ότι φεύγουμε από την κουβέντα ή το επιχείρημα (ή δεν συμμετέχουμε καν και το παίζουμε τρελοί) δίνοντας χαιρετίσματα στον συνομιλητή μας.

- Καλά, χαιρετίσματα... Άμα είναι να συζητάμε έτσι, εγώ τιγκανά...
- Μα, μωρό μου...

Got a better definition? Add it!

Published

Σκωπτική ρητορική ερώτηση κυρίως μαγαζάτορα / επιχειρηματία / περιπτερά τον οποίο επιχειρούμε να πληρώσουμε σε κέρματα, αδειάζοντάς τα μπροστά του με τις χούφτες, διότι, ακόμα κι αν έχει ανάγκη από τα ψιλά, είναι ένα άλφα ζόρι γι' αυτόν να καθίσει να μετρήσει τα φραγκοδίφραγκα ενώ έχει να εξυπηρετήσει και άλλους πελάτες.

Διευκρίνιση για επιστημονικούς λόγους: oι εκκλησίες και δη τα παγκάρια αυτών είναι πλούσιες σε ψιλά που αφήνουν οι πιστοί για να αγοράσουν κεριά και βιβλιαράκια ή να συνεισφέρουν στους σκοπούς της ενορίας.

- Είκοσι πέντε ευρώ παλικάρι.
- Ωραία, να σου δώσω θείο και κάτι ψιλά να μη με βαραίνουν...
- Τι είναι αυτά; Δυο σέσουλες κέρματα; Εκκλησία λήστεψες; - Κάλαντα αφεντικό...

Επιγραφή έξω από την Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης (από Khan, 02/02/13)(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεμίζουν οι τσέπες μου ψιλά.

Βλ. και εκκλησία λήστεψες; / το παγκάρι έκλεψες;

- Έλα ρε να σου δώσω για τον καφέ!
- Άστον Μάρτιν τώρα ρε συ, στον κερνάω. Τι να τα κάνω τα ψιλά, να με γεμίσεις σίδερα θέλεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση τραγελαφικού περιεχομένου που επικρίνει τα κολλημένα μυαλά κάποιου για το γεγονός ότι εμμένει σε ιδέες και απόψεις που έχουν εγκαταλείψει και οι ίδιοι οι εμπνευστές τους ή οι παραδοσιακά θερμοί υποστηρικτές τους, όντας έτσι βασιλικότερος του βασιλέως.

Ο εν λόγω άνθρωπος καταλήγει, όπως η φανταστική αντιπροσωπεία της σλανγκιάς, να είναι μια γραφική και άγονη υπενθύμιση της μεγάλης φίρμας, η μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας του ηρωικού, κατά τη γνώμη του, παρελθόντος.

Βλ. και εγώ στην ηλικία σου έπιανα την πέτρα και την έστιβα.

- Άκουσες την συντρόφισσα Παπαρήγα; Τους έκανε ρόμπα τους κεφαλαιοκράτες στη Βουλή!
- Καλά, πάλι για κομμουνισμούς και μαλακίες θα μιλάμε; Αν δεν είναι για την την Παπαρήγα την καλή δεν ασχολούμαι...
- Τώρα γιατί γίνεσαι αντιδραστικός ρε; Από την μια γκρινιάζεις για το αφεντικό σου κι από την άλλη το κόμμα που θα σε απελευθερώσει το έχεις γραμμένο στ' αρχίδια σου.
- Ποιο ρε; Εδώ το εργοστάσιο έκλεισε κι αυτοί κρατάνε αντιπροσωπεία... - Λούμπεν στοιχείο...
- Κομμουνιστοσυμμορίτη...

Ο Ζουγα τα χώνει στον Παπακώ ;-)  (από Vrastaman, 01/05/09)Βλ. πιο πολύ από το 2:22 και μετά... (από patsis, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά casual προσφώνηση σε κάποιο πολύ κοντινό και αγαπητό σε εμάς πρόσωπο (σχετ. αγγλ. my man). «Φορέθηκε» πολύ στα 80's, αλλά σήμερα η χρήση του παρουσιάζει κάμψη, αφού η νεολαία προτιμά άλλες προσφωνήσεις σε αντικατάσταση αυτού. Παρ' όλα αυτά παραμένει κλασικό, αφού γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά.

Συναντάται σπανιότερα και στη πιο «μάγκικη» μορφή: «δικένε μου»

Πού 'σαι δικέ μου; Δε σε είδαμε στη ντίσκο χτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποκάλυψη στοιχείων, το ρουφιανιλίκι, το δώσιμο, είτε όταν πρόκειται για ομολογία (ως αποτέλεσμα ανάκρισης ή όχι), είτε συνειδητά, με σκοπό το ίδιο όφελος ή την εκδίκηση.

Συναντάται σαν ρήμα, όταν θέλουμε να καταδείξουμε τον άνθρωπο που «μίλησε», στη μορφή «ο τάδε κελάηδησε».

- Ρε φίλε τα μαθες; Πιάσαν τον Ιεροκλή με κάτι ψύλλους. Λες να κελάηδησε ο Μητσάρας;
- %$@#@#$

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το καλάμια και παλούκια είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «καλά», έτσι το «μπαμπάκια» είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στην προσφώνηση «μπαμπά, μπαμπά», όταν αυτή καταντά ενοχλητική, κουραστική. Χρησιμοποιείται από οικογενειόρχεις και από σλανγκιστές, που δικαίως παραμελούν τα πατρικά τους καθήκοντα, για να λημματογραφούν στο slang.gr.

- Μπαμπά, μπαμπά...
- Μπαμπάκια! Δεν βλέπεις ότι αυτή την στιγμή γράφω ένα πολύ σημαντικό λήμμα; Πήγαινε στην μαμά σου...

Δες ακόμη μαμούνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified