Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Ο νεαρός συνήθως σε ηλικία που δηλώνει αναρχικός και πηγαίνει στις πορείες με μόνο σκοπό να ξεκινήσει ή να πάρει μέρος σε επεισόδια.

Συνήθως δεν έχει πολιτική συνείδηση, αλλά μονάχα μένος προς την αστυνομία και προς οποιονδήποτε θεσμό. Εμφανίζεται και χτυπάει μόνο στις μεγάλες πορείες ενώ σε άλλες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις (που δεν υπάρχει περίπτωση επεισοδίων) είναι άφαντος. Γνωστοί και ως μπαχαλάκηδες, και χαοτικοί.

- Κοίτα να δεις που θα γίνει σκηνικό, έχουν μαζευτεί πολλοί μπάχαλοι και μυρίζουν βενζίνη από τα 10 μέτρα. Ελπίζω να μην μας τρέχουν πάλι τα ΜΑΤ για μερικούς θερμόαιμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωνή επιδοκιμασίας του κοινού κατά την προβολή ερωτικών ταινιών την στιγμή που ο πρωταγωνιστής ολοκληρώνει το έργο του -συνοδευόμενη συνήθως και από χειροκρότημα.

(Πρωταγωνιστής) -Πάρτα μωρή άρρωστη!!!
(Κοινό) -Άξιος άξιος!!!!!

(από joe909, 19/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(την κάνω) χάμπατις = κάνω το κορόιδο, αμολάω αετό.

Προέρχεται από το χαμπάρι +τις (=κάποιος).

- Μόλις έκανε κόζι το φλώρι το σπαθί (μαχαίρι), κιότεψε και την έκανε χάμπατις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής λέξη για την έκφραση συναισθημάτων όπως η αποτυχία, η απαισιοδοξία, η ματαιότητα, η απογοήτευση κ.ο.κ.

Σκατά! Πάλι μου πήραν τις πινακίδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευγενισμένος όρος (αντί του προσβλητικότερου «παπάρια») που παραπέμπει στα γνωστά ανδρικά όργανα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι χαζό, βλακώδες, ανάξιο λόγου.

(από γνωστό καθηγητή χημείας σε γυμνάσιο των Νοτίων Προαστίων)
- Έτσι είναι, δεν διαβάζετε κι έρχεστε και μου γράφετε παπαρούνες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως ως χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάξιου λόγου, τιποτένιου. Πολλές φορές όμως προσδίδεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.

  1. - Γαμώ τον διευθυντή μου τον μαλάκα, κωλοσφούγγι μ' έχει καταντήσει για 600 ευρώ το μήνα...!

  2. - Πάρτα, κωλοσφούγγι! Θέλεις κι άλλο μωρή άρρωστη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της αντίστοιχης κλητικής προσφώνησης του ανδρικού φύλου «ρε μαλάκα» μεταξύ τους, η οποία προορίζεται για χρήση από το γυναικείο φύλο.

1) (διάλογος ανδρών) - Ρε μαλάκα, έχεις τίποτα να φάμε ή θα ξεσκιστούμε πάλι στις πίτσες;;

2) (διάλογος γυναικών)
- Μωρή τσούλα, έχεις μαντηλάκια ντεμακιγιάζ ή θα αναγκαστώ να κοιμηθώ με τον σοβά στη μούρη;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική φρασεολογία η οποία, ανάλογα φυσικά και με το άτομο στο οποίο απευθύνεται, σημαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σε βλάψω. Συνώνυμο του «θα σου αλλάξω τα φώτα».

-Η καριόλα η Μαρία θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη, που πήγε και με κάρφωσε. Θα κυκλοφορήσω φωτό της ενώ είναι άβαφτη στο Internet.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κοτσάνες, οι βλακείες που απορρέουν από τα στόματα.

-Θέλω, εσένα, τον φίλο σου, και όλο σου το σόι να..
-Αν δεν πετάξεις την μπόφκα σου θα σκάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified