Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.
Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»
Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.
Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»
Got a better definition? Add it!
Το ζυμάρι στην άκρη της στρογγυλής πίτσας αφού ο δικαιούχος έχει φάει όλο το υπόλοιπο με τα αλλαντικά κτλ.
- Δεν τα τρως τα κόκαλα; - Μπα, δώστα στο σκύλο.
Got a better definition? Add it!
Με σαφείς παραπομπές στην γαλλική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στο ρομαντισμό (les aveugles sont voyants - les meubles de Parthenon), αυτή η έκφραση είναι πολύ ξεχωριστή. Χρησιμοποιείται για να αποδώσει κανείς εις την νεοελληνικήν την ατμόσφαιρα που ωθεί κάποιον στο σατύριασμα.
- Καλά είδες τον Θοδωρή; Με τα μουνιά από τη μία και τις γκόμενες από την άλλη, είχε σατυριάσει. Γι' αυτό ντύθηκε μπρίκι.
- Καλά, και οι τυφλοί είδαν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λάθος ολκής.
Γύρναγα τις προάλλες στις μπάρες με τον Μεμά και στριμώχνω μια ναζιαροκατασκευή και κάνω τη ματσόλα και της το σφυράω απροφύλακτο. Ε, ακόμα σέρνομαι στους άσπρους.
Got a better definition? Add it!
Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.
Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:
- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που λέει σώτα, δηλαδή πράγματα που δεν είναι σωστά ή είναι ψέματα.
- Από τον Νίκο το άκουσες; Καλά αγνόησέ το. Αυτός είναι μεγάλος Σωτήρης!
Got a better definition? Add it!
Μάγκικη έκφραση. Σημαίνει τον άσχημο τρόπο συμπεριφοράς απέναντι σε κάποιον χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη αιτία.
Χρήση: μαγκίτες only.
Γανυμήδης: Ααχχχ... Με παράτησε το Μαράκι και τά 'φτιαξε με την Αφροξυλάνθη...
Αρίστωνας: Άραγκον και μη σε μέλει... Τό 'ξερα ότι μια μέρα θα σου ξηγιόταν σκουληκιάρικα η σκατολεσβία...
Βλ. και ξηγιέμαι.
Got a better definition? Add it!
Φεύγω. Παίρνω δρόμο. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προστακτική για να υποδηλώσει ενόχληση.
Συνώνυμο : ξεμπαζώνω, ίδιας ερμηνείας και χρήσης.
-Μου τη λες τώρα δηλαδή;
-Έλα ρε φίλε, ξεκαλούπωνε λέμε!
Got a better definition? Add it!
Φράση-λέξη (άκλιτη) που χρησιμοποιούν άτομα σε προχωρημένο στάδιο σήψης, οπότε και δεν αρθρώνουν καλά.
ζγκατάψυξ = στην κατάψυξη.
- Γιάννη, πού 'ναι ρε οι μπύρες;
- Ζγκατάψυξ...
Πρβλ και να βοηθή'εις, -άειζ, -ήειζ, -ίειζ, -ώειζ, αύξη
Got a better definition? Add it!
Η δουλειά που αναλαμβάνει ο ελεύθερος επαγγελματίας.
Εκ του αγγλικού freelancer.
Πήρα μια φριλάντζα εργολαβεία και σε 2 μήνες θά'χω βγάλει 2000 ευρά.
Got a better definition? Add it!
Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!
Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.