Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Προφέρεται: 'γκαα-τάλαβα. Σημαίνει: «δεν κατάλαβα».
Στην έκφραση αυτή προφέρεται και η απόστροφος σαν κόμπος στο λαιμό, σαν μικρό σταμάτημα προτού ξεκινήσει η επόμενη λέξη. Αυτό συμβαίνει επειδή η απόστροφος αντικαθιστά τη λέξη δεν που, λόγω μαγκιάς, παραλείπεται. Ό,τι απομένει από το δεν είναι η προφορά του , γι αυτό και το κατάλαβα γίνεται γκατάλαβα. Η συλλαβή -γκα- τραβιέται λίγο στον χρόνο, με μάγκικη προφορά του -α- (λίγο προς /ε/). Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος μας δουλεύει ή μας προσβάλλει και θέλουμε να του δείξουμε (προτού του σπάσουμε τα μούτρα) ότι δεν το δεχόμαστε.

- Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
- ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
- Σε σένα ρε αρχίδι!
(και γίνεται της πουτάνας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω κατεβάσει ρολά και είμαι έτοιμος για ύπνο. Συνήθως το άτομο που έχει λήξει δεν έχει επαφή με το περιβάλλον και δεν μπορεί να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του. Χρησιμοποιείται κυρίως στον παρακείμενο.

Μπάμπης: - Ρε, κοίτα αυτό το γκομενάκι!!! Τρελά μπαλκόνια η τύπισσα!!!
Μήτσος: - Μμμ.. Τι έγινε;... Τι είπες ρε;..
Νίκος: - Άσ' τον βρε βλάκα ήσυχο, δεν βλέπεις ότι έχει λήξει;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όπως και τα "μα μου ιστορίες", "σού 'πα μού 'πες μανταλάκια" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη ενός διαλόγου που παραλείπεται είτε για ευνόητους λόγους, είτε γιατί είναι περιττό να αναφερθεί.

- Τι έκανε ο Βαγγέλης όταν του είπες ότι τον κεράτωσε η Φιόνα;
- Πήγα σπίτι του, του είπα α ου (σου - μου, μα μου σου του ή μα μου ιστορίες) και εκείνος την πήρε και την έκραξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έχουμε ζήσει όλοι. Η μοίρα το φέρνει και τύπος που υπό Κ.Σ. μας κάνει να αλλάζουμε πεζοδρόμιο για να τον αποφύγουμε, έρχεται και μας ζητάει να τον φιλοξενήσουμε για ένα βράδυ. Φυσικά, μένει το λιγότερο ένα Παρακευοσαββατοκύριακο και συνήθως έναν μήνα. Παρά τις τακτικές νύξεις μας ότι το σπίτι είναι μικρό και να μη σε κρατάμε άλλο, γενικώς βολεύεται μια χαρά στον καναπέ, εξοικειώνεται άριστα με το κομπιούτερ μας, γίνεται πάρα πολύ φίλος με το ουίσκι μας και, το χειρότερο, θέλει να κάνουμε ΠΑΡΕΑ. Α, ναι, και φέρνει δυο φορές και από μισό κιλό σοροπιαστά γιατί δε θέλει να κάνει κατάχρηση της φιλοξενίας - λέει. Τεσπά, επειδή όλα τα ωραία σ' αυτή τη ζωή κάποτε τελειώνουν, έρχεται η στιγμή που μας ανακοινώνει ότι δυστυχώς πρέπει να φύγει. Οπότε και εμείς, ως οι τέλειοι οικοδεσπότες ετοιμάζουμε ένα δείπνο μπιζού - και αυτό το τελευταίο φαγητό που σηματοδοτεί τη λήξη του μαρτυρίου είναι ακριβώς το σιχτίρ πιλάφι. Και ελπίζουμε ότι όποιος το τρώει δεν ξαναπερνάει ποτέ το κατώφλι του σπιτιού μας.

Πέραν των ανεπιθύμητων φιλοξενούμενων, η έκφραση ευρύτερα σημαίνει το ξεπροβόδισμα οποιουδήποτε ανεπιθύμητου/-ης, είτε γκόμενας/-ου, είτε του μαλάκα που μας έχει γίνει στενός κορσές.

Συγγενείς έννοιες: αι σιχτίρ, σιχτίρι, χυλόπιτα, πόρτα

  1. - Τι κάνει η πεθερούλα σου, Θανασάκη; Ακόμα την έχετε;
    - Άσε μεγάλε, έναν μήνα, αλλά φεύγει αύριο. Θες νά 'ρθεις απ' το σπίτι για το σιχτίρ πιλάφι; Σαμπάνιες θ' ανοίξουμε.

  2. Δεν έχω μούτρα ρε να πάω να ζητήσω εξυπηρέτηση. Την τελευταία φορά που τον είδα αρπαχτήκαμε και μου 'ριξε ένα σιχτίρ πιλάφι άλλο πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα passe partout, μπαλαντέρ, coca cola, πάει με όλα ένα πράμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ο δόκιμος όρος δε μας έρχεται λόγω ζάλης, άγχους, άγνοιας, μέθης κλπ. Είναι αλήθεια ότι ενίοτε χρησιμοποιείται αντί του γαμώ (ιδίως στη μορφή απαυτώνω), αλλά είναι κρίμα η πολυσχιδής και πολύπλευρη προσωπικότητα του να περιορισθεί μόνο εκεί. Πολλές φορές πάει πακέτο με το λίγο, είτε λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας του αυτώματος, είτε λόγω του ελάχιστου κόπου που χρειάζεται για να επιτευχθεί.

  1. Αύτωσε λίγο το αυτό εκεί πέρα.

  2. Μπορείς να αυτώσεις λίγο το σεσουάρ σε παρακαλώ;

  3. Πάω να αυτώσω το λάστιχο κι έρχομαι.

  4. Έλα μανίτσα μου να σε αυτώσω λίγο.

  5. Πω πω, με αύτωσε το κρασί...

  6. Πρέπει να αυτώσω το ριπόρτ για τη Δευτέρα όπως και δήποτε γιατί θα με αυτώσεi ο μαλάκας πάλι.

  7. Να αυτώσω το μαντζαφλέρι εκείνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμμένο παληκάρι, ο μάγκας, συνώνυμο του κολλητέ.

- Εμπρός, ποιος είναι;
- Έλα ρε πίθηκα, εγώ είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακάκος, ο τύπος που γελάει χωρίς λόγο.

- Γελάει στο άσχετο ο Μήτσος, το έχεις προσέξει ;
- Ναι είναι λίγο χόχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραποίηση από το γνωστό ποιήμα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ιθάκη» που ξεκινά με τον στίχο «Σα βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη...». Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται (όπως εύκολα κατανοεί κανείς) για να δείξει πόσο ηλίθιος είναι κάποιος, με έναν τόνο λυρικότητας για να «βγάλει» γέλιο (σε μία παρέα κτλ).

Αυτονόητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κατάλαβα, αφαιρέθηκα, απέτυχα σε μια προσπάθεια μου να βοηθήσω ή να επιτελέσω μια εργασία.

Προέρχεται από το Δεν νιώθω φιστίκι (κάστανο).

  1. - Μαλάκα τι ασπίδα έχει αυτός ο paladin; Πωω! Δε νιώθει Κάσιους!

  2. - Πάλι μας έκαψε ο Μπάμπης, ρούφηξε τα γκολάκια σαν ανάπηρος!
    - Αφού δε νιώθει Κάσιους ο μαλάκας μωρέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά, αλλά το λέμε έτσι για να πλάκα. Συμπίπτει και με την πραγματική λέξη απτά (=χειροπιαστά).

- Τί άλλα;
- Τίποτα μωρέ...
- ...
- Απτάαα...
- Τα λέμε τότε.
- Οκ, γεια.
- Γεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified