Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε υπερένταση, που είναι στην τσίτα.

- Πάμε άλλο ένα μπασκετάκι ως τα 21...
- Ρε τσιτάκια, έχουμε ξεθεωθεί να παίζουμε τρεις ώρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται όταν κατορθώνεις κάτι το οποίο κανείς δεν πίστευε σε εσένα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και για πραγματοποίηση στόχων ή σκοπών. Επίσης συνδιάζεται με το χύνω με την πάρτη μου για πραγματικά δύσκολες επινοήσεις ή κατορθώματα.

- Χώρισα την γκόμενά μου και πηδάω κάτι δίδυμες Ισλανδές τούμπανα. Πω ρε φίλε με πάω με χίλια, χύνω με την πάρτη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάνιο κατά το οποίο για κάποιο λόγο (σκόπιμο και μη) πέφτεις κάτω.

- Γιατί κουτσαίνεις ρε Θανούμπα;
- Είχα μπει να κάνω ένα μπανάκι αλλά γλίστρησα και έπεσα... Το ρεφλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτω, γκρεμοτσακίζομαι, τρώω σούπα. Ο περιφραστικός τύπος είναι τρώω σαβούρα.

- Τι έπαθες και είσαι γεμάτος λάσπες;
- Άσε, έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο και σαβουριάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Ελ είναι οι πρώτο-πρώτο-πρώτο-πρώτο-πρώτο-Ελλήνες. Αν δεν ήταν αυτοί, θα μαζεύαμε ακόμα κουκουνάρια από τα δέντρα και θα τρώγαμε πέτρες. Είναι οι φυσικοί οχτροί των ΑνθΕΛλήνων (γνωστών και ως Serb) και των πρωτόγονων, οι επίσημοι φύλακες του ΝεοΕΛληνικού Πολιτισμού. Αυτοί που ήρθαν από τον Σείριο. Επίσης έχουν κάποιους συμμάχους στην ΕΛβετία, στη Φινλανδία στο ΕΛσίνκι οι οποίοι είναι μεταλλάδες (συγκεκριμένα φαν των lordi) και κάποιους μεταλλωρύχους μεταλλάδες (συγκεκριμένα φαν των Manowar) στο ΕΛ-Ντοράντο, όπου στηρίζεται η οικονομία τους στην γη και το ΕΛ-Πάσο που είναι το κέντρο εμπορίου. ΕΛ υπάρχουν και στην Κύπρο, οργανωμένοι στο κόμμα του ΑΚΕΛ. Ο αρχηγός τους λέγεται Τάσσος και είναι σε άλλο κόμμα, για ξεκάρφωμα. Παίρνει εντολές κατευθείαν από το Σείριο μέσω δέκτη ενσωματωμένου στη μύτη.

Ταυτόχρονα κατάγονται από τον Αρχάνθρωπο των Πετραλώνων, γεγονός που συνεπάγεται πως έχουμε να κάνουμε με σύνθετες οντότητες που κατοικούν σε πολλαπλές διαστάσεις.

Φήμες σχετικά με τους ΕΛ
Λέγεται ότι η ΕΛλη Κοκκίνου είναι κατάσκοπος των Ελ του Σειρίου, o ΕΛβις Πρίσλεϋ ήταν ο πρωθυπουργός τους και ζει ακόμα στο Νότιο Πόλο, κοντά στο καταφύγιο του Σούπερμαν (Καλ-ΕΛ), διεθύνοντας απόρρητα ερευνητικά προγράμματα (π.χ. τα Χανεμπού). Σήμερα η πρωθυπουργός τους είναι η ΕΛ-ένη Μενεγάκη. Εξάλλου, ο ΜπορΕΛι ήταν υφυπουργός αθλητισμού των ΕΛ αλλά του έφαγε τη θέση ο Αλέφαντος, που κανονικά ονομάζεται ΕΛέφαντος. Μετά τον ανασχηματισμό υπουργός Πολιτισμού ανέλαβε ο ΕΛ-των John και Τύπου η ΕΛλη Στάη. Επίσης ο υπουργός Πολιτισμού αποτελεί ο κύριος ΆξΕλ Ρόουζ, δημιουργός του γνωστού αποσμητικού και και της γνωστής ποικιλίας λουλουδιών.

Οι ΕΛέφαντες είναι πολεμικές μηχανές των Ελ, με πυροβόλα τοξικού ΕΛαιόλαδου με τις οποίες θα κατακτήσουν την Γη, αφού πρώτα κάνουν πλύση εγκεφάλου στους πάντες απ' την εφημερίδα ΕΛευθεροτυπία. Αρχηγός τους ήταν ο ΕΛέφαντος, ο οποίος όμως τώρα είναι στημένος πάνω από το τηλέφωνο και περιμένει να τον καλέσει ο Δούρος.

Ακόμα στον ΕΛεύθερο Τύπο γράφτηκε οτι το αντιτορπιλλικό ΈΛλη δεν βυθίστηκε ποτέ αλλά τηλεμεταφέρθηκε στον ΕΛλήσποντο, κάτι σαν το πείραμα της ΦιλαδΕΛφιας ένα πράμα.

Οπλα Μαζικής Καταστροφής των Ελ
αγΕΛαδίτσες 1% λιπαρά μΕΛι με γάλα φανΕΛες με ραντάκι ζΕΛεδάκι μαλλιών έξτρα κράτημα ζΕΛεδάκια φρούτων γιώτης ΕΛεφαντάκια πουά άτζΕΛα δημητρίου ΕΛεημοσύνες

ΕΛ που έμειναν στην ιστορία (και σε άλλα μαθήματα) ΕΛ Πάσος ΕΛ ντοράντος ΕΛ ντορίτος ΕΛ Αμουν Ίστον Τόπος Ου (σε κώδικα νταβίντσι)

ΕΛ που πέρασαν την ιστορία (αλλά κόπηκαν σε άλλα μαθήματα) πΕΛεκούδης Ελένος μαραμπΕΛ η αγελαδίτσα

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Λιακόπουλου για τους ΕΛ)
Έχουν διαφθείρει το σώμα και το πνεύμα μας.
Έχουν γεμίσει τον κόσμο με απληστία και απελπισία.
Έχουν καταλάβει το μυαλό και την καρδιά των ηγετών μας.
Έχουν στρατολογήσει τους πλούσιους και τους ισχυρούς.
Έιναι τα φίδια που ύπουλα προσπαθούν να εξαφανίσουν το χαμόγελο ακόμη κι απ' τα παιδικά χείλη.
Προσπαθούν να ορίσουν τη ζωή μας από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό μας.
Μας φοβούνται όμως και θέλουν να μας ελέγχουν, γι αυτό, έχοντας τη μορφή ανθρώπων, «ζουν ανάμεσά μας».

Από τη Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει την απόλυτη συμφωνία σε κάτι. Αντίστοιχα, με ειρωνικό τόνο, τη διαφωνία στα λεγόμενα του συνομιλητή.

  1. - Και τι λες, πάμε γήπεδο Κυριακή;
    - Τίγκα ρε μαλάκα, το συζητάς;

  2. (ειρωνικά)
    - Καλά, έτσι και μου πει καμία μαλακία τον έχω γαμήσει!
    - Ναι ρε βλάκα, τίγκα... Ποιον να γαμήσεις, ένα μπουκέτο σ' έχει..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπαίνω στη θέση μου.
  2. Ξεθυμαίνω, ξεχαρμανιάζω, ηρεμώ, χαλαρώνω, έρχομαι στα ίσα μου.
  1. - Πολύ γκομενάρα το έπαιζε, της έριξε όμως ο Τάκης ένα φτύσιμο και ίσιωσε!

  2. - Αγάπη μου, έχω υπερένταση... Δεν μπορώ να κοιμηθώ...
    - Να σου ρίξω ένα γαμήσι να ισιώσεις; (Ο σύζυγος ήταν ο Γκουσγκούνης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής έκφραση με τις τα λέμε, μιλάμε κλπ.

-Άντε γεια ρε συ...
-Άντε τά 'παμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο σκακιστής-ατζαμής που χρόνια παίζει σκάκι αλλά δεν μαθαίνει τίποτα. Παραμένει στάσιμος, παίζει βιαστικά, κάνει συχνά λάθη και αβλεψίες. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον αρχάριο παίχτη.
Λέγεται και πάτσερ.
Μεταφορικά σημαίνει αργόσχολος, άχρηστος στην κοινωνία.

-Έπαιξα χτες μια παρτίδα σκάκι με τον Σπύρο τον σκακιστή και έχασα...
-Είσαι τελείως άχρηστος... Αυτός είναι μαζέττας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος, μη έχοντας άλλους τρόπους να γίνει αρεστός ή να έλξει την προσοχή, προβάλλει τα επιτεύγματα, τις γνωριμίες, τα υπάρχοντά του ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του για να ανέβει στην υπόληψη των άλλων. Η επίδειξη την οποία συνήθως επιστρατεύουν οι άρρενες προς επίτευξιν πήδουλου...

Ύστερα από σούζα μηχανόβιου:
-Κόψε κάτι ρε μάγκα! Πούλα μούρη σε κάνα γκομενάκι, όχι σ'εμάς...

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified