Μαλακία.
Πέταξε μια κοτσάνα η Γιώτα, έγινε ρεζίλι σε όλο το σχολείο.
Μαλακία.
Πέταξε μια κοτσάνα η Γιώτα, έγινε ρεζίλι σε όλο το σχολείο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Σαν μαγκούστα» ή «με την ταχύτητα της μαγκούστας».
Περιγράφει την άμεση, ταχύτατη και ύπουλη κίνηση προς ίδιον όφελος.
- Τον είδες; Μόλις άνοιξαν οι πόρτες κινήθηκε σαν μαγκούστα και έπιασε την καλύτερη θέση.
- Και μπαίνω απ'το παράθυρο με την ταχύτητα της μαγκούστας και την πιάνω στα πράσα με τον κουμπάρο!
Got a better definition? Add it!
Επιρ.: εντελώς, υπερβολικά.
- Ο Λιακόπουλος λέει πως το 2011 οι Έλληνες θα είναι 150.000.000 σε πληθυσμό! Τέζα βλάκας ο τύπος!
Got a better definition? Add it!
Η τούρτα γενεθλίων στα θεσσαλονικιώτικα. Χρησιμοποιείται χιουμοριστικά από τους Νότιους, θίγοντας την τάση των Θεσσαλονικέων να λένε κάθε τί φαγώσιμο, «μπουγάτσα».
- Ρε μαλλλάκα, μην ξεχάσεις να πάρεις μια μεγάλλλη μπουγάτσα με κεριά για τα γενέθλλλια του Μιχάλλλη το Σάββατο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι κοτσάνες, οι βλακείες που απορρέουν από τα στόματα.
-Θέλω, εσένα, τον φίλο σου, και όλο σου το σόι να..
-Αν δεν πετάξεις την μπόφκα σου θα σκάσεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απειλητική φρασεολογία η οποία, ανάλογα φυσικά και με το άτομο στο οποίο απευθύνεται, σημαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σε βλάψω. Συνώνυμο του «θα σου αλλάξω τα φώτα».
-Η καριόλα η Μαρία θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη, που πήγε και με κάρφωσε. Θα κυκλοφορήσω φωτό της ενώ είναι άβαφτη στο Internet.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράφραση της αντίστοιχης κλητικής προσφώνησης του ανδρικού φύλου «ρε μαλάκα» μεταξύ τους, η οποία προορίζεται για χρήση από το γυναικείο φύλο.
1) (διάλογος ανδρών) - Ρε μαλάκα, έχεις τίποτα να φάμε ή θα ξεσκιστούμε πάλι στις πίτσες;;
2) (διάλογος γυναικών)
- Μωρή τσούλα, έχεις μαντηλάκια ντεμακιγιάζ ή θα αναγκαστώ να κοιμηθώ με τον σοβά στη μούρη;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται κυρίως ως χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάξιου λόγου, τιποτένιου. Πολλές φορές όμως προσδίδεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.
- Γαμώ τον διευθυντή μου τον μαλάκα, κωλοσφούγγι μ' έχει καταντήσει για 600 ευρώ το μήνα...!
- Πάρτα, κωλοσφούγγι! Θέλεις κι άλλο μωρή άρρωστη;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξευγενισμένος όρος (αντί του προσβλητικότερου «παπάρια») που παραπέμπει στα γνωστά ανδρικά όργανα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι χαζό, βλακώδες, ανάξιο λόγου.
(από γνωστό καθηγητή χημείας σε γυμνάσιο των Νοτίων Προαστίων)
- Έτσι είναι, δεν διαβάζετε κι έρχεστε και μου γράφετε παπαρούνες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσφιλής λέξη για την έκφραση συναισθημάτων όπως η αποτυχία, η απαισιοδοξία, η ματαιότητα, η απογοήτευση κ.ο.κ.
Σκατά! Πάλι μου πήραν τις πινακίδες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!
Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.