Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η Κωνσταντινούπολη. Ο Ηλίας Πετρόπουλος που διασώζει (μεταξύ άλλων) την λέξη αρνείται να σχολιάσει την προέλευση της έκφρασης θεωρώντας την ευκόλως εννοούμενη. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έναν αστεϊσμό πάνω στην αμφιλεγόμενη στάση που κράτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχετικά με το ζήτημα της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (για τα οποία έχει χυθεί ατέλειωτο μελάνι και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε άλλο).

Στην σημερινή συγκυρία, όπως και ο όρος βενιζελόμουτρο, μεταφέρεται από τον Ελευθέριο στον συνονόματο (;) Τούρκογλ..., εχμ, Ευάγγελο Βενιζέλο, που έτυχε Υπουργός Οικονομικών σε περίοδο παράδοσης της Ελλάδας στους δανειστές της. Οπότε από μπενάβοντες τα καλιαρντά (έστω ακαδημαϊκώς/ λαϊφστυλιστικώς πως και ουχί περιθωριακώς) βενιζελοδοσμένη θεωρείται πλέον η όλη Ελλάδα και όχι μόνο η Κωνσταντινούπολη, λόγω του ρόλου του Βενιζέλου του Νεωτέρου, που είναι παρομοίως αμφιλεγόμενος με αυτόν του επιφανούς συνονόματού του.

  1. Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων ... (Βλ. λήμμα καλιαρντά Αἴαντος).

  2. Tip:Οι καλιαρντές, την Κωνσταντινούπολη τη λένε «Βενιζελοδοσμένη» εις ανάμνησιν του κυριούλη με τα στρόγυυλα γυαλιά και το σοφιστικέ μουσομουστάκι που έκανε καριέρα τότε το '22.
    90 χρόνια μετά, ο συνονώματος του, προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποδόσει στην Ελλάδα τον ίδιο χαρακτηρισμό. ΘΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΟΥΜΕ; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πελέ (άκλιτο)

  1. τα αρχίδια στα καλιαρντά, αλλά και στα γιαννιώτικα, όπου επιπλέον, κάπως γενικότερα, τα αντρικά γεννητικά όργανα, τα αχαμνά.
    Υπάρχει και το Σερραίικο «πελιέ».

Όσο για την ετυμολογία:
Α. Όπως αναφέρει ο poniroskylo στην εδώ λίστα με τις επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά (ανεβασμένη στις 13/11/10 – απόρησα που ακόμα έλλειπε το λήμμα, εξού και ένα stimulus) ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά ετυμολογεί ως εξής:
πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980)
< pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.) (sic απ’ την εδώ λίστα του poniroskylo)

[Σημειώνω πως στην έκδοση του Νοεμβρίου του 2010 (ο Πετρόπουλος πέθανε το 2003) σημειώνεται σαν διόρθωση πως:
πελέ, μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις), χωρίς τίποτε άλλο -και
δίνονται επιπλέον σαν συνώνυμα τα (βλ. και σχ. του aias.ath):
μπελέ (το οποίο δεν το ετυμολογεί αλλά εικάζει σαν παραπλανητικό όρο του «μπαλά»), φλοκοντορβάρες (τώρα γιατί όχι «φλοκοντορβάδες» απ’ το τούρκικο «torba» που έδωσε το «ντορβάς» που εννοιολογικά ταιριάζει γάντι· δεν ξέρω) και μπαλά (που εικάζει πως προέρχεται από το «μπάλα»· (κι αυτό απ’ το ιταλικό «balla») εξάλλου είναι κατανοητότατο απ’ όλους το «μπαλάκια» που είναι... δίπλα (νταξ μάγκικα)· ακόμη κι αν θεωρηθεί εμπνευσμένο απ’ τ’ αγγλικό «balls»].

Το λεξικό της Ρομανί του Ε.Ε.Κ.Α.Α.Ε. δίνει χωρίς ετυμολογία:
«πελό»: όρχις, με πληθυντικό «πελέ», υποκοριστικό «πελορό» και ομόηχο «έπεσε».
Επιπλέον, για τον πληθυντικό «πελέ»: αχαμνά και ομόηχο «έπεσαν», «πέσανε»,
δίνοντας το παράδειγμα: «χαλά εκ τεκμάβα κάι πε πελέ»: έφαγε μια κλοτσιά στα αχαμνά του.

Επειδή δεν υπάρχει μια Ρομανί αλλά πολλές (και επειδή έχουν επηρεαστεί από τις γλώσσες των γύρω), τα «πελό -πελέ» (pelo – pele) τα βρήκα ακέραια στις: Ανατολικής Σλοβακίας, Ουαλική, Bugurdži (Σέρβικη, Μαυροβουνίου), Gurbet (Σέρβικη), Gurvari, Hungarian Vend (Ουγγρικές), Κοσοβάρικη Arli, (ευρέως) Μακεδονίτικη Džambazi, Burgenland (Αυστριακή), Dolenjski (Κροατική), Kalderaš, Lovara (Ρουμάνικες αλλά και αλλού), Prekmurski (Σλοβενική), Sepečides (Βολιώτικη και Σμυρναίικη), Sinte (Γερμανόφωνες περιοχές), Ursari (Ρουμάνικη), Sofia Erli (Βουλγάρικη) και με μικροπαραλλαγές στις Βόρειας Ρωσίας και Λιθουανίας(σαν pêlo), Κριμαίας (σαν penlo), Λατβίας (σαν pelò) και Romungro (γύρω απ’ τα Καρπάθια σαν peele) –οι περιοχές αναφέρονται ενδεικτικά, μια και καθεμιά απ’ τις Ρομανί είναι άλλη λιγότερο κι άλλη πολύ περισσότερο εξαπλωμένες κι αλλαχού.

Β. Όμως οι Γιαννιώτες το χρησιμοποιούν κάργα, όπως το «αρχίδια», σαν τοπικό ιδιωματισμό. Δεν γνωρίζω αν το πήραν από τους ομιλούντες τη ρομανί ή το αντίστροφο (το θεωρώ ελάχιστα πιθανό –εξού και το βασικότερο stimulus). Όμως, λόγω … Αλή πασά, έψαξα και βρήκα το (πολύ κοντινό στο «μπελέ») πολυσήμαντο τούρκικο «bel» που, εκτός από τα ανατομικά «μέση», «λαγόνια», περιοχή νεφρών, σημαίνει και «αχαμνά», «σπέρμα», «σπερματικό υγρό» κ.ά..

Τώρα αν η λέξη της Ρομανί έχει ετυμολογία τούρκικη ή το αντίστροφο ή και οι δυο τους μια άλλη, δεν το ξέρω, ούτε το υπονοώ, ούτε το αποκλείω. Δεν είμαι ο ειδικότερος για να αποφανθώ και διατηρώ (για όλα) κάθε επιφύλαξη. Κάνω απλώς μια πρόταση που αν ο (γνώστης της τουρκικής) Πετρόπουλος δεν ανέφερε το «μπελέ», δεν θα μου περνούσε απ’ το φτωχό μυαλό μου (άσε που συχνότατα το –π αρέσκεται ν’ αλλάζει με το –μπ).

  1. Όσο για τον άλλο ορισμό· (αν και δε την κόβω για αρκούντως σλαγκική την παρομοίωση με τον μέγα Πελέ) θεωρώ πως λείπει η αναφορά (εξού και το τελευταίο stimulus) στην αξιοσέβαστη dona Celeste Arantes, στην οποία αναφέρονται πλείστοι όσοι ποδοσφαιρόφιλοι (κι όχι μόνο) με τη φράση:
    «Θα κλάψει η μάνα του Πελέ» (παρόμοιο με το «θα κλάψουνε μανούλες»), όταν θέλουν να δηλώσουν πως «θα γίνει χαμός / θρήνος / κλαυθμός και οδυρμός», επειδή κάποια ομάδα θα υποστεί δεινή ήττα σε σημείο απόλυτης ξεφτίλας (ενίοτε υπονοείται αναπάντεχα) / θα τον πιεί.

Πάντως, πιστεύω πως η εν λόγω μάνα μάλλον μοιάζει τη μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ οπότε και εξού.

1.α. - Οι επιθέσεις πιστεύω ότι θ' αρχίσουν μόλις δουν να φτιάχνουμε ένα υποτυπώδες στράτευμα...τώρα μόνο από χαλβάδες «κινδυνεύουμε»...σαν αυτόν που επιτέθηκε στο Ναύαρχο με 40 στρατιώτες για να πάρει 20 μονάδες σίδερο και τα πελέ του Ναύαρχου!!! (Μιλούν για διαδικτυακό παιχνίδι).
- Ε βρε Bull με τα πελέ σου! ….Bull άσχετο. Τον Κιάσσο τον βρίζετε ακόμα η ηρέμησαν τα πράγματα;
- Ποιόν;;;;;; Δεν υπάρχει παίκτης μ' αυτό το όνομα στον ΠΑΣ!!!!!!!!! όσο για τα πελέ...έτσι τα λέμε εμείς εδώ για να μην είμαστε χυδαίοι...
- Και εδώ (Σέρρες) ψιλοχρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη αλλά όχι συχνά. Αν και το λέμε πελιέ. Να ακούγεται λίγο πιο χωριάτικο…

1.β. …- Στην όλη φάση του Άρη μου άρεσε που πήγε στην κερκίδα με τα παγανέλια και έδειχνε τα πελέ του, μακάρι σε αυτό το τσαμπουκά που κουβαλάει να τον ακολουθήσουν και άλλοι.
- Ναι ρε παιδιά, τους έδειξε τα πελέ του αλλά και εμείς θα μπορούσαμε να κερδίσουμε αν παίζαμε 11 εναντίον 11. Οπότε πήραμε και εμείς τα πελέ μας...

1.γ.
…-Την κακολόγησες τόσο πολύ την Αθήνα α…., που αυτή θα σ' εκδικείται, να ξερς. Σ' λέει... δε σε αρεγε εδώ τόσο καιρό ε, αϊ σύρε τώρα εκεί, πότε ολόκληρος να μουλιάζεις και πότε τα πελέ σ να ξεπαγιάζεις
-Τ ο κρύο μ' αρέει ορέ... Φοράς ό,τι θες παραπάν και τα πελέ τα ζεσταίνσ.....
- Ικιόν τον καύσωνα δε μπόρεγα, ...τα πελέ ς τότε....δεν έχς πως να τα στραγγάς απ’ τον ίδρωτ…

(όλα απ’ το δίχτυ και ενδεικτικώς γιαννιώτικα)

2.α. …Όσο ο ίδιος ο Έντι Γκόρμλεϊ δεν ξέρει τι θα δει μέσα στο γήπεδο από την ομάδα του, τόσο θα πηγαίνει στα τυφλά η Μπρέι και θα γίνει καμιά κηδεία ολκής που θα κλάψει η μάνα του Πελέ…

2.β. Έχω παρατηρήσει ότι το σε διαφορετικές ώρες κατα την διάρκεια της ημέρας τρέχει καλύτερα η σύνδεση. Γενικά κλαίει η μάνα του Pele με τις ταχύτητες !!!...

2.γ.
- Δεν θέλω να μιλήσω γιατί θα γίνεται ρόμπα περί βοήθεια διαιτησίας. Απλά θυμήσου το 2005 το πέναλτι που κέρδισε ο Παπαδόπουλος μέσα στο Καραϊσκάκη που έκλαιγε η μάνα του Πελέ μετά από αυτό…

2.δ. - Ο Σεφτσένκο έκλαιγε μετά, λολ - Και η μάνα του Πελέ έκλαιγε με αυτά που έβλεπε!!...(αναφέρονται στον αγώνα ποδοσφαίρου Oυκρανία - Ελλάδα 0-1 που η Ελλάδα προκρίθηκε στο Μουντιάλ)»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Ο Pele κι η μάνα του (Για να ξέρουμε για ποια μιλάμε) (από sstteffannoss, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified