Κοινωνικό νόσημα που άρχισε να ξεσπά μετά το 2011 και μεσούσης της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Πήρε το όνομα της από τον ιδρυτή του κόμματος «Δημιουργία Ξανά» Θάνο Τζήμερο. Χαρακτηριστικό των νοσούντων, είναι η ξαφνική τους μεταστροφή, από τα τραγιά που ήταν, σε σκεπτόμενους ανθρώπους με παιδεία και κριτική σκέψη, άποψη για όλα με νεοφιλελέ ειρωνικό στυλάκι που εξωθεί τους άλλους στη βία και φυσικά παραθέσεις απόψεων του ίδιου του Θάνου Τζήμερου για οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτόν τον κόσμο. Συνώνυμο του «τζημερικού» αποτελούν διάφορες ομάδες που ξεκίνησαν εκείνη περίπου την περίοδο, όπως «ατενίστας», «παγουρίστας» κτλ.

Για τους μεγαλωμένους με την παρανοϊκή ιδεολογία που κυριαρχεί πια στην Ελλάδα, το μπάχαλο και η κλωτσοπατινάδα είναι "επανάσταση"!! Ζήτω η πρόοδος!!

Α ρε Θεέ της Ελλάδας, είσαι άραγε τόσο ανίκανος ή μήπως μας μισείς τόσο πολύ και κάνεις χοντρή πλάκα εις βάρος μας; Μα αυτοί οι κοινοβουλευτικοί «άρχοντες» μας αξίζουν τελικά; Έχουμε φτάσει τόσο χαμηλά στην παρακμή ώστε να μας εκπροσωπούν αυτοί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση όταν θέλεις να διαμαρτυρηθείς τόσο έντονα για κάτι που επιλέγεις να το κάνεις με τον πλέον θεαματικό αυτοκαταστροφικό τρόπο. Ο υπερθετικός βαθμός του «είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο».

Από τον μπασκετμπολίστα του Πανιωνίου που διαμαρτυρόμενος για σφύριγμα του διαιτητού χτύπησε το κεφάλι του με φόρα στη μπασκέτα, με αποτέλεσμα να μείνει μόνιμα παράλυτος.

- Άσε, ψηλέ, πέτυχα το Λίλιαν να φασώνεται με τον οννεδίτη ειδικευόμενο και έπαθα νταμπλά. Στιγμές Μπόμπαν Γιάνκοβιτς σε λέω...
- Άστα ρε φίλε, ζωή είναι, θα περάσει.

Εξώφυλλο της εποχής. (από Dr. Steve Brule, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Αλτσχάιμερ στην ιδιόλεκτο των ειδικών - των ίδιων των πασχόντων...

- Φχαριστώ παιδί μου, ξέχασα και πώς σε λένε, μη με παραξηγείς...
- Μανώλης...
- Ναι, γιε μου, έχω και λιγάκι Αϊζενάουερ, μου το 'πε ο γιατρός, και δε θυμούμαι, ναι, ναι...

dr Alzheimer (από xalikoutis, 15/04/09)General Eisenhower (από xalikoutis, 15/04/09)

βλ. και Έμενταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified