Ο όχλος, ο χοντρός λαός, η πλέμπα, με μια εσάνς αηδίας, ανωτερότητας και απαξίωσης, καθώς στο λατιν. plebs = όχλος > ελλην. πλεμπάγια προστίθεται ικανή ποσότητα χλεμπόνας (συνήθως 42,1% - 66,3% για να ακριβολογούμε).

Τη λέξη την έχει καταγράψει εδώ μέσα ο Βράστα σε σχόλιο εδώ, αλλά είπα να την ανεβάσω και ως λήμμα, μην έρθει κάνας %$@#@#$ και πει πως είμαστε η χλεμπάγια της λεξικογραφίας κι ετς. (Μετάφραση = τι κάνει ρε πστ το μέσο σαυροειδές ερπετό για να εξασφαλίσει το λήμμα τον άρτον τον επιούσιο... Με τα μούτρα μες στις ροχάλες πάει και πέφτει...).

ΠΑΝΤΑ ΒΛΑΚΑ ΚΑΙ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΕ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΗΚΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΤΟΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΑΠΑΝΩ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΩ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΣΤΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ Η ΧΛΕΜΠΑΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ. ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑ εδώ

Δηλαδη προτεινεις να καταργησουμε τα δημόσια νοσοκομεια και μονον οσοι εχουν το χρημα να σωζουν τις ζωες τους, οι δε υπολοιποι( η "πλεμπα", η "χλεμπαγια") να πανε να ψοφησουν!!! εκεί

Με τη χλεμπάγια έχει πολλάκις ασχοληθεί και ο Τσιφόρος αλλά τα 'χουμε ξαναπεί αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα όσα αναφέρονται στο παρεμφερές λήμμα η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, plus η ποικιλόχρωμη ημιόνα, που προσδίδει ένα ποιητικό touch και έναν λαϊκισμό τύπου όψιμου ΚΚΕ.

- Δεν πάω ρε σου λέω! Εκεί μαζεύεται όλη η σάρα, η μάρα και η παρδαλή γομάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθροισμα ποδοσφαιριστών υπερπόντιας προέλευσης (συνήθως Βραζιλιάνοι) που μεταφέρονται ομαδικώς προς εύρεση εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο, στοιβαγμένοι μέσα σε αμπάρια πεπαλαιωμένων πλωτών μέσων.

Ο θρύλος θέλει πολλούς μετέπειτα διάσημους και πολυεκατομμυριούχους παίχτες να ξεκίνησαν την καριέρα τους μεταφερόμενοι ανάμεσα σε μια καραβιά συμπαιχτών τους. Με καραβιά, άλλωστε, είχε έρθει 16ετής στην Καλαμάτα κάπου στα μέσα των 90ζ ο μετέπειτα σούπερ-σταρ βραζιλιάνος Ρονάλντο, για να του ρίξει άκυρο ο πρόεδρος της «Μαύρης Θύελλας» επειδή «ήταν πολύ χοντρός για μπάλα» (το ότι κατόπιν πήγε στη Μπαρτσελόνα και έκανε παπάδες είναι συμπτωματικό).

Φυσικά, ο όρος αναφέρεται, μάλλον υποτιμητικά και σε άλλα σύνολα ανθρώπων διαπεραιωμένων εις λιμένα τινά δια θαλάσσης, π.χ. καραβιά τουριστών, ή εμπορευμάτων π.χ. καραβιά καφέ κ.λπ.

Αγγλ. shipload, ιταλ. carico, ρωσ. судовой груз, κινεζικά μανδαρίνων 船上的載貨, χίμπριου מטען אונייה‬ κ.λπ.

Οι οπαδοί του Άρη φέτος; Η καλυτερότερή τους. Τόσες φορές στο αεροδρόμιο δεν πήγε ούτε ο επικεφαλής ταξιδιωτικός πράκτορας του «Zorpidis Travel». Οπαδικά έζησαν το ιδανικό καλοκαίρι καθώς πήραν μια καραβιά παίκτες και μάλιστα καλούς, κατά τα γραφάς. Περιμένουν πως και πώς να πάνε στο γήπεδο γι' αυτό και το παιχνίδι γίνεται Σάββατο στις 4:45 και είναι το πρώτο του πρωταθλήματος. (από εδώ)

Στην αρχή του τρειλερακίου, καραβιά με υπερπόντιους ποδοφαιριστές (από Khan, 18/09/10)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα ακούσει από έναν φίλο μου και σημαίνει σύναξη ανδροπαρέας.

Βγήκα με τα παιδιά της προάλλες και τα 'πιαμε. Ωραία ήταν, αλλά πάλι τίγκα στο αρχίδι ρε ψηλέ. Πού να ζυγώσει γκόμενα με τόσους μαλάκες στο μπαρ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified