Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, ο απατημένος σύζυγος.

- Πήγε με όλους σου λέω... Τάρανδο με έκανε ρε φίλε, τάρανδο... - (Γκλουπ - λες να ξέρει ότι την πήρα και εγώ;;)

Δες και τον/την έκανε τάρανδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.

Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η κερατάς κατ'εξακολούθηση, αυτός/-ή που δεν χωράει να περάσει από την πόρτα.

- Έρχεται ο ρούντολφ!
- Πάλι τον κεράτωσε η Κίτσα τον μάπα;

Όλα τα ελαφάκια επί τω έργω. (από Galadriel, 25/02/09)

Από τον τάρανδο του Αι-Νικόλα (του Santa Claus δηλαδή), τον Rudolph. Σύμφωνα με τον μύθο-μάρκετινγκ της κόκα-κόλα, ο τάρανδος αυτός είχε κόκκινη μύτη και τον κοροϊδεύανε τα υπόλοιπα ταρανδάκια, στο τέλος όμως έγινε πρώτη μούρη στο καβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία του όρου αναφέρεται στο φυτό Calystegia sepium της οικογένειας Convolvulaceae που είναι πολυετές φυτό και έχει αναρριχώμενους βλαστούς μήκους έως 2 μ.

Η σημασία του όρου που δίνεται εδώ σχετίζεται με την ιδιότητα των αναρριχώμενων βλαστών της περικοκλάδας που παρομοιάζονται με τα κέρατα που φορά κάποιος/α (κερατάς). Μιλάμε δηλαδή για τα κέρατα που φορά κάποιος/α που έχει καταντήσει ρούντολφ και τάρανδος λόγω υπερβολικού και συχνού κερατώματος.

  1. Μαντινάδα

Κι άμα θα δεις τη κοπελιά να κάνει χωρατάδες να ξέρεις πως τα κέρατα βγάνουν περικοκλάδες

  1. O τύπος δεν μπορεί να περάσει τα διόδια από τα κέρατα που έκαναν περικοκλάδες... (τάρανδος ο κύριος)

http://paiktis.pblogs.gr/2008/05/286454.html

  1. Βέβαια το κέρατο που φοράει μπορεί να της έχει γίνει περικοκλάδα (έχει τρυπήσει το ταβάνι η τρελλοκαμπέρω) και να μη το 'χει πάρει χαμπάρι μ' όλο που σκύβει για να μπει απ' τη πόρτα.

http://gnomi.9.forumer.com/index.php;showtopic=115

  1. Το να σε στολίζει ο καλός σου με λουλούδια και περικοκλάδες στην εξοχή, πάει κι έρχεται... Το να διασκεδάζεις τις Απόκριες ντυμένη διαβολογυναίκα με τα κερατάκια στα μαλλιά σου κι αυτό δικαιολογείται... Το να είσαι, όμως, μια χαρά φυσιολογικός άνθρωπος και να διαθέτεις κέρατα μεγαλύτερα κι από κείνα του γηραιότερου ταράνδου, τότε σημαίνει πως κάτι λάθος έχεις καταλάβει, κι αντί για τον Παναγιωτάκη από τα Κίουρκα, έχεις μακρινό ξάδερφο το Ρούντολφ...

http://www.inath.gr/sxeseis/apo-do-i-ginaika-mouki-apo-do-to-aisthima-mou.htm

  1. Μα να λες ότι μύρισε η άνοιξη και να θες να καμαρώσεις μια περικοκλάδα στην εξοχή και να σου λέει ο καλός σου, είναι μακρυά, που να τρέχουμε τώρα, και εγώ... το όρνιο, ναι το όρνιο καλά λέω, να μη θέλω να καταλάβω πως εννοούσε ο κύριος πως αντί να πάμε μακρυά, ας μείνουμε εδώ αφού η περικοκλάδα, υπάρχει στο κεφάλι μου. Και μάλιστα όσο με κεράτωνε ο κύριος, τόσο αυτή θέριευε.

(από GATZMAN, 07/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συχνάζων σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής (γνωστά και ως πεναλ(ν)τάδικα) εντός των οποίων βρίσκουν καταφύγιο παράνομα ή μη ζευγάρια καθώς και ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις .

- Τι κάνει ο Βρασίδας; Καιρό έχουμε να τον δούμε στην παρέα.
- Άσε μωρέ τον παλιοπεναλντάκια, γνωρίζει το ένα πιπίνι μετά το άλλο και όλο στο Bella Vista ξημεροβραδιάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των παπαριών και της αποθήκης. Βρίσκει εφαρμογή τόσο σε γυναίκες όσο και σε άντρες που χρησιμοποιούν μία ή και περισσότερες κοιλότητες του σ(τ)ώματός τους για να βρίσκουν θαλπωρή (αποθήκη) οι όρχεις (παπάρια) τρίτων ατόμων.

- Έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πουτάνα η Αννούλα

- Άσε, μιλάμε για παπαραποθήκη πολυτελείας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενοπηδάω - ξενοπηδιέμαι: Πολύ κλασικό, αναφέρεται σε αυτόν που είναι μπερμπάντης, που τσιλημπουρδίζει, που φοράει στον σύντροφό του περικοκλάδες, γενικά που πηδοβολιέται αριστερά και δεξιά.

Δευτερευόντως, μπορεί να αναφερθεί και σε αυτόν που πηδιέται εκ πεποιθήσεως με αλλοδαπούς-ές, όπως λ.χ. τουρίστριες, τουρίστριες, κατοίκους Σουηδικής Αραβίας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Καλά ξενοπηδιέται κι ο Νώντας με Σουηδές και Νορβηγές το καλοκαίρι, αλλά κι αυτό το Λίλιαν που ξενοπηδιέται με κατοίκους του κόκκινου πλανήτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified