Ξενοπηδάω - ξενοπηδιέμαι: Πολύ κλασικό, αναφέρεται σε αυτόν που είναι μπερμπάντης, που τσιλημπουρδίζει, που φοράει στον σύντροφό του περικοκλάδες, γενικά που πηδοβολιέται αριστερά και δεξιά.

Δευτερευόντως, μπορεί να αναφερθεί και σε αυτόν που πηδιέται εκ πεποιθήσεως με αλλοδαπούς-ές, όπως λ.χ. τουρίστριες, τουρίστριες, κατοίκους Σουηδικής Αραβίας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Καλά ξενοπηδιέται κι ο Νώντας με Σουηδές και Νορβηγές το καλοκαίρι, αλλά κι αυτό το Λίλιαν που ξενοπηδιέται με κατοίκους του κόκκινου πλανήτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατημένος σύζυγος - σύμφωνα με κάποια ξεχασμένη λαϊκή δοξασία οι απατημένοι σύζυγοι έβγαζαν κέρατα φαίνεται (!).

- Τον κεράτωσες τον άνθρωπο μωρή;
- Aυτός δεν είναι άνθρωπος ρε Λέλα, είναι χιονάνθρωπος...

Η γυναίκα μου λείπει ταξίδι για δουλειές. (από Galadriel, 07/06/11)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.

Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απιστία. Συνήθως το «φοράμε» στον ή στην σύζυγο ή σύντροφό μας.

-Την βλέπεις αυτή; Είναι η γυναίκα του κυρ-Λουκά. Αχ και να 'ξερε ο κακομοίρης τι κέρατο του 'χει φορέσει. Όταν αυτός λείπει για δουλειές δυο-δυο τους φέρνει τους αγαπητικούς στο σπίτι η αθεόφοβη. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν έχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, ο απατημένος σύζυγος.

- Πήγε με όλους σου λέω... Τάρανδο με έκανε ρε φίλε, τάρανδο... - (Γκλουπ - λες να ξέρει ότι την πήρα και εγώ;;)

Δες και τον/την έκανε τάρανδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, στο πιο τρυφερό. Έγινε πολύ γνωστό από το γνωστό ανέκδοτο, οπότε κανονικά όταν το λέμε πρέπει να τσιμπάμε τον άλλο στο μάγουλο. Όπως και ο κερατάς, δεν σημαίνει μόνο τον κυριολεκτικό κερατά, αλλά και κάποιον που ζηλεύουμε, κάποιον που έχει καταφέρει κάτι.

  1. Το ανέκδοτο:
    Περιμένει κάποιος στη στάση, οπότε έρχεται ένας άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει: - Κερατούκλη!... και φεύγει. Την άλλη μέρα το ίδιο. Εκεί που περιμένει το λεωφορείο, πλησιάζει ο άγνωστος και του τσιμπάει το μάγουλο. - Κερατούκλη !... και φεύγει. Αφού έγινε το ίδιο μερικές φορές, λέει στη γυναίκα του. - Άσε ρε γυναίκα, ξέρεις τι μου συμβαίνει τις τελευταίες μέρες; Με πλησιάζει κάποιος άγνωστος με τσιμπάει στο μάγουλο και με λέει κερατούκλη. - Μη δίνεις σημασία άντρα μου. Κανένας τρελός θα είναι. Την άλλη μέρα τον πλησιάζει πάλι ο άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει. - Κερατούκλη, είσαι και μαρτυριάρης ε;;;

  2. Είναι πολύ εριστικός, αλλά γράφει ωραία ο κερατούκλης!

  3. Πσσσσσσσς! Καλά τι λέω ο κερατούκλης! Έγραψα πάλι!

  4. Πλέον η απιστία συχνά αντιμετωπίζεται από τον κερατούκλη με απάθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάτα. Φάουλ. Ζημιά. Παραστράτημα. Παρασπονδία. Ατιμία.

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, η λέξη κουτσουκέλα μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο εύρος μαλακίας. Στο ήπιο της, μπορεί να αναφέρεται στην σκανταλιά που κάνει ένα παιδί - ή κι ένα κατοικίδιο (βλ. παράδειγμα 1). Μια-δυο σκάλες πιο πάνω, μπορεί να σχολιάζει την αθέτηση της υπόσχεσης που μας έδωσε κάποιος, συνήθως φίλος, και ένα ελαφράς μορφής χώσιμο (βλ. παράδειγμα 2). Στην συνηθέστερη ίσως χρήση, σημαίνει την συζυγική απιστία - σ' ένα στυλ όλοι-οι-άντρες-ίδιοι-είναι (βλ. παράδειγμα 3). Και αρκετά συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα πειθαρχικό παράπτωμα στον επαγγελματικό ή πολιτικό χώρο - π.χ. ένα σκάνδαλο χρηματισμού. (βλ. παράδειγμα 4).

Αυτό που συνδέει όλες αυτές τις μορφές κουτσουκέλας είναι ότι γίνονται στα κρυφά, ο ένοχος έχει συνείδηση του τι κάνει και προσπαθεί να το σκεπάσει και επίσης, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει και μια διάσταση εκμετάλλευσης της εμπιστοσύνης που του έδειξε κάποιος. Με την έννοια αυτή, η κουτσουκέλα συγγενεύει με την πουστιά χωρίς, βέβαια, νά 'ναι τόσο βαρύ πράμα.

  1. - Ουίιι, το σκυλί κατούρησε στο χαλί ... Αζώρ, Αζώρ, πού είσαι, κακόχρονο νά 'χεις ...
    - Σιγά και να μην έρθει ... έκανε την κουτσουκέλα του και κρύβεται ...

  2. - Μας την έκανε πάλι την κουτσουκέλα ο Μπάμπης ... μας έστησε και φορτωθήκαμε και το μπάζο την ξαδέρφη του ...

  3. Για έναν άντρα είναι πολύ απλό να κάνει την κουτσουκέλα με μια γκομενάρα που θα πέσει στα πόδια του, και την άλλη μέρα να μην τρέχει τίποτα (από το www.myphone.gr/forum)

  4. Ένας εργαζόμενος δεν προσλαμβάνεται για τέσσερα χρόνια και μετά τα τέσσερα χρόνια άμα δε μας κάνει τον απολύουμε. Όχι. Κάνει μία κουτσουκέλα, τον προειδοποιούμε. Κάνει δεύτερη τον προειδοποιούμε γραπτώς και τον ξαναπερνάμε εκπαίδευση. Κάνει τρίτη τον απολύουμε. Σε περίπτωση που η κουτσουκέλα κοστίσει ακριβά στην επιχείρηση τον απολύουμε με συνοπτικές διαδικασίες. Λειτουργεί. ΠΑΝΤΑ. (από το www.digital-era.org/blog, αναφέρεται στις πειθαρχικές κυρώσεις κατά βουλευτών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified