Συντομογραφία της έκφρασης oh my god. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στις συνομιλίες μέσω internet.

Σε chat room:
-Φίλε, χτες διαγράψανε τον κωδικό του nikk33 kai του sex_boy007!!!!!!
-Omg!!!!!!!! Λες να διαγράψουν κι άλλους;

(από jesus, 18/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένα το «gr» (τζι αρ) που απαντάται σε sites και σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις.

- Για πες μου την ηλεκτρονική σου διεύθυνση για να σου στείλω με mail τα αρχεία που μου ζήτησες.
- Petropoulos τελεία γκουρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικτυακή συντομογραφία της έκφρασης «κατά την ταπεινή μου γνώμη» με την οποία τα Greek geeks αποδίδουν το αγγλικό ΙΜΗΟ (in my humble opinion).

  1. - Η Huffington post μαζεύει χρήσιμα widgets για την αποτελεσματικότερη διαδικτυακή παρακολούθηση των εκλογών στις ΗΠΑ. Από αυτά πιο ενδιαφέρον το google map κττμγ.

  2. - ΚΤΤΜΓ, το πρόβλημα είναι ότι αν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε αδιακρίτως ελληνικούς τεχνικούς όρους (ακόμη και σε αμετάφραστες περιπτώσεις), κάποιος που θα μάθει τους ελληνικούς δεν θα μπορεί να διαβάσει αγγλικά βιβλία γιατί δεν θα ξέρει τους αγγλικούς.

(Παραδείγματα από την γκικόσφαιρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Με φιλικούς χαιρετισμούς». Κλείσιμο σε επιστολή ή σε μέιλ.

Βλ. και ΧΧΧ.

- Ωπά;;; Τι είναι αυτό το ΜΧΣ κει κάτω ρε συ;;;
- ΜΦΧ είναι ρε καμένε, «με φιλικούς χαιρετισμούς», άσχετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σβαγκουροειδή πιπιναριά το κλίνουν πλέον το γιόλο κανονικά. Ωσεκτουτού λημματογραφούμε την σλανγκιά αυτή εν τη γενέσει της, στα σχολειά, τα ινσταγκράμια και στα ασκ.εφέμια.

Για να το κάνω πιο λιανά σε όσους γεννήθηκαν προ του 2000, γιολάρω σημαίνει προβαίνω σε κάθε λογής μαλακία, γιατί η ζωή είναι και καλά μικρή, και τις απαθανατίζω στο εξυπνόφωνο με ένα τσίου ή με μια σέλφικη ποζεριά, ποιούμενος πάντα την νήσσαν και με παρατεταμένα τον δείκτη και το μέσο δάχτυλο.

Βλ. το τελευταίο γιολάρισμα στην άσφαλτο γνωστού χιπχοπά (1ο μήδι).

1.
- Είδα τη λέξη «Σελφάρω».Έχω πάρει το λεξικό του Μπαμπινιώτη σκίζω μία μία τη σελίδα και τη μασάω.
- που να δείς και το «Γιολαρω». Όλη τη βιβλιοθήκη του Καποδιστριακού θα φας.

2.
- Θέλει αντοχές να ζεις χωρίς καταχρήσεις.. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι χάνεις το ωραίο κομμάτι αυτής της ζωής. Γιολάρουν.. και τέλος; έχουμε μία ζωή για να τα κάνουμε όλα πουτάνα...; ή μήπως για να τη ζήσουμε όσο καλύτερα γίνεται και να την αξιοποιήσουμε στο έπακρον.. Γιόλαρε το και άλλες πίπες. Ζήσε καλά.

3.
- «Δεν μπορώ τώρα, γιολάρω.» ~Barack Obama

4.
- γενικά γιολάρω τα σαββατοβραδα βλεποντας ταινιες

5.
- Τελικά ξεανγχωθηκα, δόξα τω θεω. Πέρα από το γεγονός ότι κατάλαβα ότι δεν έχω ξεχάσει τα πάντα όπως νόμιζα Razz συνειδητοποίησα ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα άγχους και από αύριο θα γιολαρω σα τις πουτάνες Laughing

6.
- ΓΙΟ ΓΙΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΜΕ ΜΑΓΙΟΟ ΠΟΥ ΓΙΟΛΑΡΕΙ ΣΑΝ ΤΡΕΛΟ ΓΙΟ ΓΙΟ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η Ελληνική μετάφραση του γνωστου σε όλους μας YOLO και τα αρχικά σημαίνουν Μια Ζωη Την Εχουμε.

Θα πάρω σουβλάκι με μερέντα, ΜΖΤΕ ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του ιντερνετικού επιφωνήματος έκπληξης, θαυμασμού ή αποδοκιμασίας OMG ("ω Θεέ μου").

Πρωτοφορέθηκε (αλλά μόνο στον γραπτό λόγο) στα τσατ των ενενήνταζ (mirc κι έτσ), ψιλοδιαδόθηκε στα 00ζ (κυρίως με την μορφή ομιτζί και τρία λολ), αυτονομήθηκε δε και παρείσφρησε πλήρως στον προφορικό λόγο κατά την δεκαετία μας, κυρίως από τρέντουλα και θήλεα νέας κοπής.

- λατρεύω αυτή τη φώτο <3 ομιτζι κοίτα χαμόγελο.** (εδώ)

- ομιτζι .. τι γκεουλας θεε μου .. του αρεσει ο νευμαρ (εκεί)

- Και στελνει ο Τσιπρας στο Γιουνκερ το εμοτικον με το γατο που κλανει και να τα γελια και να τα ομιτζι και να το γκρεγκζιτ ... (παραπέρα)

- Ὦ μή τζῇ ή ὅ μή τζεῖ; (δίλημμα αρχαιόκαυλου πολυτονιστή σλανγκαρχίδη)

Βλ. επίσης: ομιτζής, ομιτζίθρα,

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified