Selected tags

Further tags

Το βαθύ και απόκρημνο χάσμα του κόλπου, η λεγόμενη μουνοχαράδρα, όπου η ψωλή μπαίνει και χάνεται, αποτέλεσμα κληρονομικότητας ή απλά υπέρμετρου ξεμουνιάσματος.

Φίλε έριξα χθές μια αστραποψωλιά στην Μικαέλα, κόντεψα να φέρω βαρομετρικό χαμηλό μαλάκα... Μουνοβάραθρο του Ολύμπου βέβαια και κώλος δίευρω, σαν να γαμούσα το υπερπέραν ήταν. Βάζω στοίχημα πρέπει να την έχει καρφοκωλιάσει η μισή Δυτική Αττική.

Got a better definition? Add it!

Published

Τέρμα ζουζουνιάρικη, γκομενίστικη έκδοση του επιρρήματος τόσο.

-Έλα ρε αγάπη άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμαα..
-Είναι δώδεκα ρε πότε θα κατέβουμε κέντρο;
-Τσότσο, τσότσο δα, δέκα λεπτάκια και σηκώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ασε τι έπαθα, νόμιζα ότι ήμουν ο πρώτος της αλλά τελικά αποδείχτηκε πεπειραμμένη βαλβιδοπνίχτρα...

Αρχική χρήση στη σατιρική εκπομπή "Πρωινό Φρικασέ". Περιγράφει αυτή που έχει ταλέντο στο να στρίβει σαν να "πνίγει" αντρικά μόρια σαν βαλβίδες συνήθως χρησιμοποιώντας τα χέρια ή στομα. Εκείνη που έχει συχνές και πολύ στενές επαφές με πολλαπλές "βαλβίδες" του αντίθετου φύλλου...

Got a better definition? Add it!

Published

Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.

Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το μέρος που συχνάζουν νορμις και ποζερια

μη πάμε εκεί είναι ποζεροφωλια

Got a better definition? Add it!

Published

Το προεξέχον και κρεμάμενο δέρμα συνήθως προερχόμενο χείλη του αιδοίου, ομοιάζοντας με τις άκρες του κασεριού που προεξέχει του τοστ. Χρησιμοποιείται μόνο σε πληθυντικό αριθμό. λεζάντα εικόνας

-Έβαλα το Ντινάκι χθες. -Έλα ρε, σφιχτό μουνι: -Τι σφιχτό μωρέ, μες στα κασέρια ήταν το παρτάλι

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για γυναίκα που κάνει παντρεύεται με ομοφυλόφιλο άντρα για να διατηρήσει για λόγους status την ψευδαίσθηση πως είναι ετεροφυλόφιλος

Είναι γνωστό πως ο Kanye είναι gay (ή έστω bi) και η Kim είναι γένια

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός και προσβλητικός χαρακτηρισμός για πολύ κοντή γυναίκα (συνήθως απο 1.60 και κάτω). Προέρχεται απο την υπόθεση πως λόγω του λειψού αναστήματός της αυτή η γυναίκα μπορεί να κάνει στοματικό χωρίς να χρειαστεί να σκύψει,να ξαπλώσει ή να καθήσει.

-Δε φτάνει που παραβίασε προτεραιότητα η πίπα η όρθια, μου ζήταγε και τα ρέστα. 1 μέτρο μπόι και 2 μέτρα γλώσσα, κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που έχει η ίδια καύλα και προκαλεί καύλα και στους άλλους.

  1. Ψηλή κι αφράτη καυλογκόμενα, με έξτρα λάρτζ βυζιά και καυτή κωλάρα! (Κουρσάρος)
  2. Δεν είναι πιτσιρικι αλλά είναι καυλογκομενα όπως ανέφερα και σίγουρα στην ηλικία που λέει. Προσωπικά με καυλώναν τα μάτια της. (Μπου).
  3. Οκ, σου αρέσει η γεύση του σπέρματος και νιώθεις καυλογκόμενα όταν σε χύνουν στο στόμα. Οκ, τα χυσαμόλια είναι το κάτι άλλο για σένα και έτσι δείχνεις αγάπη. (Blog).
  4. Όντας η πιο "καυλογκόμενα" που είχα ποτέ, έκανα απίστευτα γλέντια επάνω στο θεϊκό κορμί της. (BDSM).

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που κάνει σεξ σαν να παίζει σε ταινία πορνό.

  1. Η τσοντομούνα μου έκανε τουέρκινγκ απίστευτο. (Μπου).
  2. Ψηλή τσοντομούνα για γκάζια. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published