Αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, αλλά στην ουσία είναι άσχετος. Κυρίως για αθλητικές δραστηριότητες.

-Άκουσες τι είπε ο Γεωργίου για το παιχνίδι;
-Έλα μωρέ τώρα με τον μυρωδιά τον Γεωργίου, νομίζει ότι ξέρει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της ΑΕΚ. Χρησιμοποιήθηκε λόγω της καταγωγής του συγκεκριμένου σωματείου από την Πόλη, ειρωνικά από τους οπαδούς των αντίπαλων ομάδων.

Τίγκα στα χανούμια είναι η Νέα Φιλαδέλφεια.

(από Galadriel, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της κερκίδας. Κριάρι είναι ο δυνατός και άτεχνος παίκτης. Γεροδεμένος και καλός στις κουτουλιές - συγνώμη, κεφαλιές - αλλά δυσκίνητος και απελπισία όταν η μπάλα είναι κάτω. Μηδέν τρίπλα, μηδεν πάσα, μηδέν αντίληψη - αλλά παληκάρι και συχνά σκληρός. Συνήθως σέντερ μπακ. Μια-δυο φορές σε κάθε ματς επιχειρεί κατεβασιά με τη μπάλα στα πόδια - πολύ γέλιο. Μπορεί να είναι και σέντερ φορ με ανάλογα χαρακτηριστικά - το λεγόμενο «φουνταριστό» σέντερ φορ που ρίχνει άγκυρα στη μικρή περιοχή των αντιπάλων και προσπαθεί να πάρει τις κεφαλιές.

Κριάρια, από το Rams, είναι και το παρατσούκλι της Αγγλικής Derby County. Δεν υπάρχει - απαραίτητα - σχέση.

ُΣχετικά λήμματα: άμπαλος, Ampalinho (Αμπαλίνιο), δεν τη βρίσκει με τίποτα, δεντηβρίσκοβιτς, δεν κόβει ούτε με βαλέ, δρεπανηφόρο άρμα

  1. O Aβραάμ μέχρι πρότινως ήταν ένα κριάρι. Ένα άμπαλο κριάρι, του οποίου το καλό όνομα ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων της Θεσσαλονίκης (σχόλιο για τον κεντρικό αμυντικό του Ολυμπιακου Αβράαμ Παπαδόπουλο στο φόρουμ ΑΕΚΑΡΑ, www.rocking.gr)

  2. Οτι είναι άτεχνος και ατσούμπαλος συμφωνώ,αλλά δεν αμφισβητώ πως είναι δυνατός και γρήγορος..Εξάλλου ο ¨Αντζας ξέρει πολλή μπάλα για σέντερ μπακ,αλληλοσυμπληρώνονται..Όλες οι ομάδες έχουν έναν κουμανταδόρο και ένα κριάρι στην άμυνα για να κάνει τη βρώμικη δουλειά... (από το www.fmgreece.gr, πάλι για τον Αβράαμ)

Ο Αβράαμ - αν η μπάλα ήταν τόσο μεγάλη θα την είχε βρει (από poniroskylo, 24/02/09)Το σήμα των "Κριαριών" (από poniroskylo, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πηγή έμπνευσης το λήμμα ξυλοκόπος, θυμήθηκα την παραπάνω κορυφαία λέξη - επάγγελμα που χρησιμοποιείται στην ποδοσφαιρική αργκό.

Ψαράδες λοιπόν (η χρήση περιορίζεται στον πληθυντικό, αφορά δηλαδή ομάδες και όχι μεμονωμένους παίκτες) είναι το σύνολο των άτεχνων, άτσαλων και άμπαλων παικτών μίας ομάδας, που σε αντίθεση με τους υπόλοιπους άμπαλους και ξυλοκόπους, έχουν συγκεκριμένη πατρίδα και συγκεκριμένα την Σκανδιναβία και συνήθως τη Νορβηγία.

Όσον αφορά το λόγο χρήσης του εν λόγω επαγγέλματος: θυμίζω ότι, η Νορβηγία είναι μία χώρα, που η οικονομία της βασίζεται κατά πολυ στην αλιεία (νομίζω πρώτη σε εξαγωγές μπακαλιάρων), οπότε, επειδή οι άνθρωποι το τόπι δεν το κατέχουν, συμπεραίνουμε ότι στο ψάρεμα θα τα καταφέρνουν καλύτερα...

Διάσημοι ψαράδες - αντίπαλοι ελληνικών ομάδων τα τελευταία χρόνια είναι οι:

1) Ψαράδες της Νόρτσελαντ (με Ολυμπιακό)
2) Ψαράδες της Λιν (οι πλέον διάσημοι, γιατί είχαν κανει διπλό στην τούμπα, σε ένα ματς που οργίασαν οι φήμες για αβαβά, ενώ στη ρέβανς έφαγαν τρία γκολ και αποκλείστηκαν).

Στη θεωρητικά εύκολη κλήρωση του Ουέφα αναφέρομαι. Που έβγαλε τον ΠΑΟΚ αντιμέτωπο με κάποια Λιν από τη Νορβηγία, τον Αρη με τη Νιάου Νιάου Ζίμπρου Τσιτσινάου και τον Πανιώνιο με κάτι δανούς ψαράδες, ονόματι Νοβοσέλατς ή κάπως έτσι. **(http://archive.sport.gr/cafe/duplicate/2003/08/030829.asp)**

ΜΑΛΛΟΝ ΑΥΤΟ ΤΟ 5-0 ΜΗΔΕΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΨΑΡΑΔΩΝ ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΕΚ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ .ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΕΚ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΟΙ(από το sport24)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περπατάει σαν να έχει φάει άνθρωπο, φουσκωμένος και τεντωμένος... με τα χέρια να μην κλείνουν και το στήθος φουσκωμενο.

Το έλεγε ο Αλέφαντος (Μιτσικωστας) για τον Τζιόλη: όσοι τον έχουν δει να παίζει μπάλα καταλαβαίνουν πώς κολλάει.

Κοίτα τον τύπο πως περπατάει... σαν κονιόρδος!

(από Jonas, 10/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συμπαθητικές ερασιτεχνικές ομαδούλες εναντίον των οποίων επιλέγουν να δίνουν φιλικά προετοιμασίας σχεδόν όλες οι ελληνικές ομάδες της Super League. Αυτές προέρχονται πάντα από την περιοχή στην οποία κάνει την θερινή της προετοιμασία η εκάστοτε ομαδάρα μας (λέμε τώρα).

- Έδωσε φιλίκο η ΑΕΚ χθες έμαθα;
- Ναι, 11-0 τους πήραμε.
- Σώπα ρε, ποιους;
- Μία Αουγκσμπάουερ 87 ή κάτι τέτοιο. Μία τοπική πιτσαρία.

To "λογότυπο" της Ιταλικής ομάδας Ρόμα, "κάποτε". Λέμε τώρα! (από GATZMAN, 17/07/10)Ρόμα (από GATZMAN, 17/07/10)Αν η Πίτσα, παντρευόταν τον Ρώμα, θα λεγόταν Πίτσα Ρώμα (από GATZMAN, 17/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθροισμα ποδοσφαιριστών υπερπόντιας προέλευσης (συνήθως Βραζιλιάνοι) που μεταφέρονται ομαδικώς προς εύρεση εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο, στοιβαγμένοι μέσα σε αμπάρια πεπαλαιωμένων πλωτών μέσων.

Ο θρύλος θέλει πολλούς μετέπειτα διάσημους και πολυεκατομμυριούχους παίχτες να ξεκίνησαν την καριέρα τους μεταφερόμενοι ανάμεσα σε μια καραβιά συμπαιχτών τους. Με καραβιά, άλλωστε, είχε έρθει 16ετής στην Καλαμάτα κάπου στα μέσα των 90ζ ο μετέπειτα σούπερ-σταρ βραζιλιάνος Ρονάλντο, για να του ρίξει άκυρο ο πρόεδρος της «Μαύρης Θύελλας» επειδή «ήταν πολύ χοντρός για μπάλα» (το ότι κατόπιν πήγε στη Μπαρτσελόνα και έκανε παπάδες είναι συμπτωματικό).

Φυσικά, ο όρος αναφέρεται, μάλλον υποτιμητικά και σε άλλα σύνολα ανθρώπων διαπεραιωμένων εις λιμένα τινά δια θαλάσσης, π.χ. καραβιά τουριστών, ή εμπορευμάτων π.χ. καραβιά καφέ κ.λπ.

Αγγλ. shipload, ιταλ. carico, ρωσ. судовой груз, κινεζικά μανδαρίνων 船上的載貨, χίμπριου מטען אונייה‬ κ.λπ.

Οι οπαδοί του Άρη φέτος; Η καλυτερότερή τους. Τόσες φορές στο αεροδρόμιο δεν πήγε ούτε ο επικεφαλής ταξιδιωτικός πράκτορας του «Zorpidis Travel». Οπαδικά έζησαν το ιδανικό καλοκαίρι καθώς πήραν μια καραβιά παίκτες και μάλιστα καλούς, κατά τα γραφάς. Περιμένουν πως και πώς να πάνε στο γήπεδο γι' αυτό και το παιχνίδι γίνεται Σάββατο στις 4:45 και είναι το πρώτο του πρωταθλήματος. (από εδώ)

Στην αρχή του τρειλερακίου, καραβιά με υπερπόντιους ποδοφαιριστές (από Khan, 18/09/10)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός ή αθλητής της ομάδας του Ηρακλή, λόγω της κυανόλευκης εμφάνισης (και δη συχνά μπλε μπλούζα- άσπρο σορτσάκι) που η ομάδα μοιράζεται με τα στρουμφάκια.

Πάσα: allivegp.

  1. - ρουλη ασε τον πρόλογο και ετοιμαζε τα 500.000 για τον Σκορτσιανιτη.. μετα να σε δουμε - τι λέει το στρουμφάκι 500χιλ;
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
    500χιλ φάπες θέλεις να πεις
    - Σατανοερπετό, εσύ έχεις μόνο 1 τίτλο, οι άλλοι είναι του μεγάλου Γκάλη ο οποίος σας έχει πάρει χαμπάρι γι αυτό και σας έχει συνδέσει κανονικά. Αλήθεια θυμάστε που τον παρακαλούσατε να μην έρθει στο μεγάλο ΗΡΑΚΛΗ; Ακόμα και το Γκάλη βρε αχάριστοι δεν το σεβαστήκατε. Ερπετά όνομα και πράμα. Ουστ γλιστεροί τύποι.
    (Στρουμφάκι vs ερπετό εδώ)

  2. Ανύπαρκτα γαλάζια στρουμφάκια την πέσανε στον μπορμπόκη εδώ

Στρουμφάκι επελαύνει (από Khan, 04/10/10)

Βλέπε και γριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαζοζέν ήταν κάτι τρόλεϊ που κάναν δρομολόγιο Κολιάτσου - Παγκράτι στην δεκαετία του 50 και για καύσιμο χρησιμοποιούσαν φιάλες υγραερίου.

Παραληρηματικά, γκαζοζέν, σύμφωνα με το νέο αλεφάντειο θεώρημα, είναι ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, κατά τα άλλα εξέχων βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής του βάζελου, ο οποίος γυρνάει άσκοπα δεξιά αριστερά στο γήπεδο αγκομαχώντας σαν το παλιό υγραεριοκίνητο τρόλεϊ.

- ... στο κέντρο έπρεπε να παίξει ο Ζιλμπέρτος και όχι σέντερ μπακ που τον έβαλε ο Νιόπλιας, και τον εξέθεσε μου θύμιζε γκαζοζέν! Σαν τα λεωφορεία στην Κατοχή, που είχαν πίσω κάτι μπουκάλες με υγραέριο, ανέβαιναν τους δρόμους και αγκομαχούσαν! Δεν μπορούσε να στρίψει ο κακομοίρης ο Ζιλμπέρτος...

(από polemarxos90, 06/10/10)For Italians Adequate Technology= FIAT (από anchelito, 07/10/10)

Ο κυριολεκτικός αυτός ορισμός του χρήστη δεν είναι σωστός, συμπληρώνεται όμως ορθά από τον χρήστη anchelito σε σχόλιο κάτω από το λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified