Εισαγωγή εις την ιερά τέχνη του φιλιού (κοντολογίς: Kisses 101)

Ως γνωστόν, γενεαί και γενεαί εραστών έχουν κατηγοριοποιήσει τα φιλιά εις διαφορετικάς κατηγορίας ανάλογα με την τεχνική των. Πχ. οι ένδοξοι ερασταί παλαιοτέρων εποχών αναφέροντο εις το φιλί της κουμπάρας, το γαλλικό φιλί, ήτοι ασπασμός μετά χρήσης γλωσσής. Κατ' άλλους βέβαια, γαλλικό φιλί εστί η πεολειξία, αλλά αυτό δεν αφορά την εδώ πραγματεία. Ο ιχθυοασπασμός λοιπόν ή κατά του μαλλιαρούς δημοτικιστάς ψαρόφιλο είναι κατηγορία ασπασμού.

Έννοια ψαροφίλου

Εν τη διάρκεια του ψαροφίλου τα χείλη των ασπαζόντων ενόνοντω και αποκολλόντω κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ούτως προκαλείται κενό δια προσρόφηση αέρος μετά του χαρακτηριστικού ήχου ωσάν να επρόκειτο δια προσρόφηση σαλιγκαρίου τινός από το κέλυφός του (ηχομίμησις: ιουφιουιουφφφιου!). Έτεραι φοραί, παρατηρείται και εξαγωγή αέρος παρά του κενού των ζεύγων των χειλίων και δια τούτου παράγεται οξύς συριστικός και βραχύς ήχος, ήτοι: σσσφιουου! Άλλοτε δε, ο ήχος θυμίζει προσρόφηση τούρκικού καφέ, ήτοι: σσφιουουου! Εν πάσει περιπτώσει, προ αυτών των ήχων υπάρχει ο εξίσου αποκρουστικός βραχύς ήχος αποκολλώσεως υγρών χειλίων, δλδ: σλομπ!

Δια λόγους συντομίας αλλά και αηδίας δεν θα αναφερθούν όλοι οι ήχοι αν και το θέμα χρήζει ιδιαιτέρας μελέτης και χρήσις εμετοσακκούλας (πόσους αηδιαστικούς ήχους δύνασαι να αντέξεις φίλε αναγνώστα;).

Η χρήση ψαροφίλου αποτελεί ασπασμόν της χειρίστου διαλογής διότι εκνευρίζει αμφότερους τους ασπασθέντες και τους γύρω αυτών (οι αηδιαστικοί ήχοι που λέγαμε). Οι τρίγυρω άνθρωποι ψάχνουν ποίο παράθυρο έχει χαραμάδαι και ποίος πίνει καφέ μετά θορύβου.

Επίμετρο-επίλογος-ηθικό δίδαγμα

ΑΠΟΦΥΓΕΤΕ ΤΟ ΨΑΡΟΦΙΛΟ ΠΡΟ ΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΘΥΣΙΑΣ !

(Ευτέρπη:) - Εις την σαλιγκαροπροσρόφιση αγαπητή μου, ίσως το κατέχει! Μα όταν ασπαζόμεθα νομίζω ότι φυσάει βορινός άνεμος και σφυρίζει από τα παράθυρα! Οποία κατάστασις! ΠΛΕΟΝ !

(Φαίδων:)
- Η ατάκα ΠΛΕΟΝ είναι δική μουου!

(Ευτέρπη:)
- Ρούφα τα σαλιγκάρια σου μετά συριγμού και δικής μας βδελυγμίας εσύ!

(από Vrastaman, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πηκτά κομμάτια αίμα που «πέφτουν» από το αιδοίο κατά τις ημέρες της περιόδου.

Είναι μικρού μεγέθους και συνήθως επιπλέουν στη λεκάνη ή βολτάρουν στη μπανιέρα (ανάλογα το που βολεύεται κάποια να πλένεται). Το χρώμα τους κυμαίνονται ανάμεσα στα traffic red, rose, strawberry και coral red. Στην Κρήτη, συναντώνται και «μπριτζόλες», κατά την τοπική διάλεκτο.

- Όταν κατούρησα μου έπεσε μια μπριζόλα σκέτο σίχαμα.

Μπριζόλα συνομοταξίας "σταβλίσια" (από Vrastaman, 22/08/11)

Βλ. συμπληρωματικά και καφέ, ροζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified