Λέξη με πολλές σημασίες, τις οποίες δεν βρήκα κάπου συγκεντρωμένες, οπότε τις καταγράφω δωδαπανά.

Αναδοσιά είναι:

  • ο φόβος (εδώ κι εδώ)
  • η αναθυμίαση, η αποφορά ή η βρωμερή οσμή γενικά (να και να, καθώς και αντιλεξικό Μποσταντζόγλου)
  • η αναδουλειά (εδώ) και, τέλος, και βασικότερον για την σλανγκοσύνη:
  • η αγαμία, η αγαμοσύνη, η αγαμησιά, η αναβροχιά (μτφ) όπου καλό είναι και το χαλάζι, η αναμουνή.

- Τι λέει ο νέος γκόμενος;
- Ε δεν μπορώ άλλο, τον έκοψα τον μαλάκα. Σκάει μόνο όταν έχει αναδοσιές. Σπίτι του.
- Ε κράτα τον και συ για σέρβις.
- Πολύ καλή ιδέα ρε κολλητή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιοφυές μαγειρικό παρασκεύασμα για τις δύσκολες οικονομικά ώρες.

Η θρεπτικότητά του, καθώς και η νοστιμάδα του, αλλά και η φιλοσοφία «δεν πετιέται τίποτα» το έχουν καταστήσει δημοφιλές σε νοικοκυριά, από φοιτητές που δεν βγάζουν το μήνα, ως τη μάνα που ταΐζει λόχο.

Πρόκειται, φυσικά, για την τροποποιημένη φασολάδα που έμεινε από χθες, ξαναβρασμένη με μια χούφτα ρύζι.

- Πω ρε πούστη μου, μας βλέπω να τη βγάζουμε με βουτυρόμελο σήμερα. Αύριο θα 'χω λεφτά... και αν! - Τη φασολάδα από χθες την πέταξες; - Όχι, αφού η κουζίνα είναι σαν το Περλ Χάρμπορ μετά την επιδρομή από τα Τζαπόνια. Δεν μπαίνω εκεί μέσα. - Τέλεια, θα σου φτιάξω ένα φασουλόρυζο να στανιάρεις, και θα τη βγάλουμε Ζαγοράκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.

Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;

Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified