Υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που, όταν τον ακουμπάει κάποιος ή όταν φυσάει αέρας, πέφτει κάτω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και τον πυροβόλησαν οι ληστές με τα καλάσνικοφ, για να εκμαιεύσει απο τον λάιντσμαν φάουλ ή πέναλντι - αυτός λέγεται καραγκούνης.

Επειδή η κατάσταση με τα χρόνια επιδεινώνεται και ο τύπος μάλλον
πάσχει απο την σπάνια νόσο των δυτών, από τούδε και στο εξής στο κάθε άσκοπο πέσιμο στο γηπέδο, στο δρόμο, στο μαγαζί ή στο σχολείο, ο οποιoσδήποτε επαγγελματιάς ή όχι ποδοσφαιριστής μπορεί άνετα να ονομάζεται καραβούτας.

Παίζεις 5x5 με συναδέλφους απο την εταιρεία, παίρνει το τόπι ο κοιλαράς προϊστάμενος, κάνει 2 μέτρα και πέφτει κάτω ζητώντας φάουλ. Πάς από πάνω και του λες «σήκω πάνω, ρε καραβούτα τι φάουλ». Bέβαια, την επόμενη φορά που θα ζητήσεις άδεια θα πάρεις τα @@ σου αλλα τεσπά.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Δες και θέατρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει κάτι λάγνο στην κίνησή του, που γέρνει ελαφρώς, που την κουνάει την παντόφλα, ο ζουζουνέλος, αυτός που το πισωγλεντάει δηλαδή.

Από επεισόδιο των «Απαράδεκτων», λογοπαίγνιο με το όνομα του τραγουδιστή/συνθέτη των 80s/90s Κώστα Χαριτοδιπλωμένου που, όπως και να το κάνουμε δηλαδή, έχει και πολύ τσαχπίνικο επώνυμο!

- Γνώρισα χθες τον φίλο της Γιώτας, τον Κωνσταντίνο... Τον ξέρεις;
- Χάχα, αν τον ξέρω λέει;... Και πώς σου φάνηκε;
- Καλό παιδί, αλλά κάπως χαριτοδιπλωμένος νομίζω...
- Μόνο; Αυτός είναι κοπέλα τελειωμένη ρε, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι να πούμε!
- Αλλά είναι όμως καλό παιδί...
- Καλό παιδί, πάνω απ' όλα! Α, το σωστό να λέγεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που διάγει βίο παρόμοιο με του Kώστα Καραμανλή. Ως γνωστόν, ο πρωθυπουργός μας είναι διάσημος για το πώς αυτός και η σύζυγός του ζούνε σεμνά και ταπεινά. Και ο Γιώργος Αυτιάς επιμένει ότι η σωστή έκφραση είναι «ασκητικά». Λ.χ. ενώ οι περισσότεροι υπουργοί του προκαλούν με τον χλιδαίο βίο τους εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στον λαό, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του βλέποντας DVD απ' το βιντεάδικο της γειτονιάς, και τρώγοντας στον Μπαϊρακτάρη και σε ταβέρνες της Ραφήνας. Ο «ασκητικός» είναι επομένως ο Έλληνας που περιορίζεται στις ταπεινές απολαύσεις της ζωής, τα σουβλάκια, τα κοκορέτσια, τα κοντοσούβλια, τις μπριζόλες κ.ο.κ.

  2. Ο φανατικός οπαδός του σεξολόγου Θάνου Ασκητή. Αυτός που παίρνει σε Ντι-Βι-Ντι τις ομιλίες του γνωστού σεξολόγου για το πώς να βελτιώσουμε την σεξουαλική μας ζωή και κάνει φιλότιμες προσπάθειες να τις εφαρμόσει μπας και δει χαρά στα σκέλια του. Χαρακτηρίζεται από μια ψυχαναγκαστική συμπεριφορά στο σεξ, να πετύχει οπωσδήποτε έναν καλό οργασμό για να μην πάνε στράφι οι συμβουλές που αποστήθισε από τον δάσκαλο- ίνδαλμά του, καθώς και από μπόλικο ακαδημαϊσμό στην προσέγγιση του σεξ. Η ασκητική γυναίκα είναι ένας τύπος Γιαλόμας επί το σεξουαλικότερον, που σε πρήζει με θεωρίες, αλλά ευτυχώς σχετιζόμενες με την μεγιστοποίηση της σεξουαλικής απόλαυσης.

  1. Γιώργος: - Πάμε απόψε για σούσι στο Κολωνάκι;
    Μένιος: - πλάκα με κάνεις; Νομίζεις ότι έχω λεφτά για σούσι με τέτοια κρίση; Όχι φίλε μου! Σεμνά και ταπεινά, απόψε! Τι σεμνά, λέω; Ασκητικά! Θα πάμε στου Μπαϊρακτάρη για σουβλάκια και κοκορέτσια...

  2. Γιώργος: - Και πώς πάει το σεξ με την Καυλάουρα;
    Μένιος: - Πώς να πάει; Είναι πολύ ασκητικό κορίτσι!
    Γ.: - Και δεν της φαινόταν...
    Μ.: - Ναι, κάθε μέρα μ' έχει με τα Ντι-Βι-Ντι του Ασκητή, Μένιο κάνε αυτό και Μένιο κάνε εκείνο, Μένιο ο Ασκητής είπε να κάνουμε αυτό. Χθες όλη τη νύχτα παιδευόμασταν να εκτελέσουμε την στάση νο 74 από το νέο βιβλίο του Ασκητή...
    Γ.: - Και σας έχει βοηθήσει ο Ασκητής στην σεξουαλική ζωή σας;
    Μ.: - Ποιος τον γαμάει αυτόνα; Εμένα μόνο για Λίλιαν μού 'κανε κούκου. Με την Λάουρα δεν... Πολύ απλά, δεν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το παλιό ελληνικό σήριαλ «Οι μεν και οι δεν». Λέγεται σε αντιδιαστολή ως προς τη λέξη μάγκας και υπονοεί τον τσάμπα μάγκα, τον γιαλαντζί μάγκα.

- Ρε Δάγκα, άσε τους ψευτοτσαμπουκάδες και τις μαγκιές. Δεν περνάνε εδώ αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified