1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.

Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).

Εξού και τα:

  1. «Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).

  2. «Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.

Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».

Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.

Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.

Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χέρι ή η παλάμη.

- Τί θα κάνουμε σήμερα το βράδυ; Πάμε για κάνα ποτάκι;
- Μπαα, βαριέμαι θα πέσω για ύπνο.
- Ναι καλά, έτσι το λέμε τώρα!! Πέσμας ότι πάλι με τον πενταδάχτυλο θα την βγάλεις και ασταυτά τα σάπια.

(από tasurmata, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αυνανισμός.
  2. Η βλακεία, η μαλακία.
  1. (Κωστής) Αντε τράβα καμιά παχιά να χαλαρώσεις ρε φίλε!

  2. Ωχ, την είπε πάλι την παχιά ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορνοταινία, τσόντα. Κωδική ονομασία των εν λόγω ταινιών, όταν μπροστά παρευρίσκονται άτομα τα οποία δεν θέλουμε να καταλάβουν για τι πράγμα μιλάμε.

Ενίοτε απαντάται και σαν καμπόικο ή απλά γουέστερν.

  1. - Φίλε, εγώ την κάνω. Πάω να νοικιάσω κανα καουμπόικο απο το βιντεοκλάμπ, να το δούμε το βράδυ με την έτσι.

  2. - Μαλάκα, είχε εχτές ενα καουμπόικο στην TV, κάτσε καλά...

με κάτι πιστόλια ναααα! (από BuBis, 29/10/09)είμαστε καμπόιδες από το πλακωτό... (από BuBis, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified