Further tags

Ενδεχομένως ο πλέον διαδεδομένος όρος της καθομιλουμένης για την περιγραφή ατόμων, πραγμάτων, πράξεων και καταστάσεων που είναι κακής ποιότητας, γελοία, γραφικά, αποτυχημένα, ανάξια λόγου, χωρίς συνοχή, ατυχή, άθλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται για οτιδήποτε θα ενέπιπτε και στην κατηγορία του μαλάκα και των παραγώγων του, με το συναισθηματικό τόνο ωστόσο στο «τραγικός -ή -ό» να βρίσκεται στο φάσμα της απαξίας σε βαθμό θλίψης και λύπησης που αυτός -ή -ό προκαλεί, παρά της οργής και της αποστροφής, όπως στην περίπτωση του «μαλάκα». Ενέχει φυσικά αυτό που οι Γιαλόμες θα ονόμαζαν ενσυναίσθηση, το να μπαίνεις δηλαδή στη θέση του άλλου και να αισθάνεσαι την αθλιότητα της θέσης του, κάτι που δεν ισχύει με το μαλάκα.

Φυσικά η σλανγκ είναι μετάλλαξη της συμβατικής έννοιας που η λέξης έχει και στα νεοελληνικά, όπου τραγικός είναι κυρίως αυτός που υφίσταται ή προκαλεί συμφορές.

1) - Καλά ρε μαλάκα, πάλι ρε μ' έστησες...ε, τι να σου πω τώρα, είσαι τραγικός...

2) Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης / είμαι σε μια φάση τραγικήήή!

γνωστό άσμα αγνώστων λοιπών στοιχείων....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μπάντα που είναι κοινώς GTP.

Ρε μαλάκα!!! Που μας έφερες εδώ! Αυτοί είναι κλασίμπο ρε συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!

Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!

You\'re unpisteftable (από Vrastaman, 11/02/11)

βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα του τσιμέντου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τσιμεντουπόλεις που έχουν γίνει τα ελληνικά άστεα. Σαν να μην έφτανε αυτό το τσιμεντί χρώμα έχει γίνει και καλλιτεχνική άποψη, καθώς πολλοί είτε λόγω κωλοτρυπίδας, είτε την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, βάφουν κιόλας ορισμένα κτίρια σε χρώμα τσιμεντί. Επίσης, μπορεί να περιγράψει καταστάσεις μελαγχολίας, όταν γυρνάς από τη φύση, το καλοκαίρι κτλ και ξανακλείνεσαι μέσα σε μια τσιμεντούπολη ή σε ένα τσιμεντένιο ψυχικό τοπίο κ.ά.

Τα Τσιμέντα

  1. Να πει πως το δικό του χώμα είναι λασπερό και ανοργάνωτο; Να παριστάνει κι αυτός ότι το χώμα ετούτο θέλει μεταρρύθμιση; Να γυρέψει να το κάνει πιο «τσιμεντί»; Να παραπονεθεί για τα παπούτσια του που βρωμίστηκαν; Μα άλλο είναι το βαρύ ερώτημα: πως να μιλήσεις για το χώμα σ΄αυτούς που κόπτονται για την απουσία της ασφάλτου; Έτσι σιωπάς. Γι΄ αυτό σιωπάς. (Από το Φέισμπουκ)
  2. Έτσι πήραμε πάλι τους δρόμους σ' αυτόν τον τσιμεντί πλανήτη που ακόμα δεν κατάλαβα γιατί εποικίστηκε. (Εδώ).
  3. Σαν εσωτερικό στρατοπέδου, ένα πράγμα. Αλλά εδώ βάφουν τα σχολεία με κάτι γκριζοπράσινα τσιμεντί χρώματα, λες και είναι κτήρια τιμωρίας. (Εδώ).
  4. Το τέλος πλησίασε, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του και επιστροφή στο γκρι τσιµεντί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στον ανθρώπα-ταγάρι, κάτοικο του βλαχοδουκάτου, που συνδέεται με βαθειούς οσφρητικούς δεσμούς με την ξινίλα. Είναι δηλαδή ο βλαχοξινιόλας. Γράφεται με υ, αλλά και με ι και φυσικά προέρχεται από το δροσιστικό -πάλαι ποτέ βουκολικό- ποτό, ξινόγαλα.

-Συγνώμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
γαλατας...!
ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα

Πηγή εδώ

Όμως έτσι λέγονται και οι Θεσσαλοί, όπως με τρυφερότητα φαίνεται στο 4ο παράδειγμα.

  1. Είναι & κάτι άτομα που όλα τους πειράζουν ... ξυνόγαλοι ... (εδώ)

  2. Πολύ δυνατός Έλληνας ο @EUROTSOPANIS τραχανοπλαγιάς Ξυνόγαλος, ούτε ξέρει τι του γίνεται, είναι στο μοτίβο "είπα-ξείπα χέζω την παρόλα μου". (εδώ)

  3. Καλά έκανε κι ευχαρίστησε και τον Καμμένο. Ο μόνος που τον στήριξε. Όχι σαν τις κακιασμένες τσούχτρες, τους ξινόγαλους τους άλλους.

  4. -Κι όπως λέμε εμείς οι θεσσαλοί, υπάρχουν οι χαζοί, οι μισοχαζοι αλλά οι χειρότεροι είναι οι χαζομισοχαζοι. Beat that Einstein
    -πατρίδα ρε κ ας είμαστε κ ξινόγαλοι!! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα/ επίπεδο-δάπεδο.

Ότι έχει απομείνει από την έκφραση "... κατωτάτου επιπέδου".

Τα δύο πρώτα παραδείγματα είναι από σχόλια στο Σλανγκρ.

  1. καρακατσουλιό κατωτάτου (εδώ)

  2. πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου (εδώ)

  3. Ποσο κατωτατου θεε μου; Πως μιλας ετσι; Μεγαλωμενη στα κατεργα εισαι; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα της οικογένειας των ουγκ ( γκαούγκαλος, ούγκαλος, ούγκανος, αούγκανος, αρούγκανος), που δηλώνει οτι εντοπίστηκε απολίτιστος, ανόητος, βλάκας, βάρβαρος κι αγράμματος ανθρώπας. Υπονοείται δε η στενή του σχέση με την καφρικιά ήπειρο.

Homo Σάπιοι - Ούγκα Μπούγκα

  1. - Ααα ρε Ζωή εσυ έπρεπε να σαι πρωθυπουργός
    - ΟΥΓΚΑ ΜΠΟΥΓΚΑ. Εισαι το επιχειρημα υπερ του οτι δεν πρεπει να ψηφιζουν ολοι (εδώ)

  2. - Τι να το κάνεις το ωραίο σώμα σε γκόμενα όταν η ομιλία της ειναι ούγκα... μπούγκα... νούγκα
    - μου έρχονται δυο-τρεις ιδέες τώρα. Εντελώς πρόχειρα, μη φανταστείς (εδώ)

  3. Βλακόφατσα ρε παιδι μου. Ουγκα μπουγκα, εχεις πει ''ξερω γω'' 200 φορες! Μπετο! (εδώ)

  4. Οι ερυθρόλευκοι Ούγκα Μπούγκα ξανα «χτύπησαν»… (εδώ)

  5. - Έβγαλε κρύο, λες να είναι η εποχή για UGG;
    - Θα σου το πω όσο πιο ευγενικά γίνεται: Καμία εποχή στην ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν για UGG.
    - ίσως η εποχη των φλινστοουν που ηταν ουγκαμπουγκα
    - Οι Φλίντστοουνς ήταν πολύ μπροστά στυλιστικά για να φορέσουν τέτοιες αηδίες.

  6. ....αααα και ξεχασα επειδη δεν εχω τροπους (καθοτι Βουλγαρος συμφωνα με τους υψηλους κυκλους καποιων εγω ο παοκτσης ο χωριατης ο ουγκα μπουγκα ο μπουγατσανθρωπος κτλ κτλ) οταν παταω το caps ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΦΩΝΑΖΩ...φιλικα παντα!!! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νεόγερος, νεόγρια

Νέοι άνθρωποι με παλιακό τρόπο σκέψης και έκφρασης. Η γερολαία, οι παιδαριογέροντες, τα γεροντόπαιδα.
Είναι και τα "άτομα που θεωρούνται μεγάλοι για να ασχολούνται πλέον με κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα (π.χ: ξεσταχιασμένοι ποδοσφαιριστές)". (GATZMAN στο 'γερολαία', βλέπε και παράδειγμα 6).

  1. ΚΛΕΙΔΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΥΣ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΓΕΡΟΙ (εδώ)

  2. -Eφημερίδα Η ΑΥΓΗ @AvgiOnline: Πάταξη της φοροδιαφυγής για τη μείωση των φόρων: http://youtu.be/EJkPTI8vzQA?a
    -Τον βλέπω λες κ βλέπω γέρο. Περίεργες προσωπικότητες. Νεόγεροι.
    -Ακριβώς, και διάνα. Νεόγερος. Στην ερτ1 όπου έβγαλε διάγγελμα, όταν του μετέφεραν ερωτήσεις ακροατών είπε "μ' έστησες" Γέρος (εδώ)

  3. Η Ελλάδα ανήκει στον λαό της Αλέξη, ναι. Σ'αυτόν τον λαό τον γεμάτο νεόγερους και νεόγριες. Να τον χαιρόμαστε. #denuparxeielpida #ekloges14 (εδώ)

  4. -Στόχος η δημοκρατική ανατροπή με μπροστάρη τη νέα γενιά. http://www.youtube.com/watch?v=MkgqjDDEPW0&feature=share&list=UU0SmAqRlJp6gqI4xAGtDqEw
    -αχ, λεξιλογιο εξηνταρας, νεογρια (εδώ)

  5. Σκέφτομαι Τί έχω ακούσει αυτές τις μέρες και ψιλοπάω Νταχάου άνετα. κομπλεξικές νεόγριες, ανασφαλείς χασικλίδες, ανήμπορες θεότητες..#WTF (εδώ)

  6. -Αφου θες δωσε τα λεφτα & παρε καποιον περιπου ισαξιο του Τορρες. Γελαει ΟΛΟ το νησι & κλαινε οι φιλοι
    -παντως ουτε ο Τορες αξιζει αυτα τα λεφτα. Ειναι νεογερος. Παιζει απο τα 18. Ψιλοκαηκε. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified