Εδώ υπάρχει βέβαια και σαφέστατα ένα παιχνίδι ηχητικό. Παίζουμε με τις λέξεις ΠΑΣΟΚ, κομμούνα και μούνα.

Και τι υπονοεί ο ποιητής με τέτοιου είδους λογοπαίγνια; Πολύ απλά είναι τα πράγματα κυρίες και κύριοι. Στις οργανώσεις τού ΠΑΣΟΚ υπάρχουν ένα σωρό νεαρά μουνάκια που εύκολα τα χτυπάς παίζοντάς το αριστερών ιδεολογιών. Με πέντε-δέκα αριστερο-αφασό-μαλακιούλες τα έχεις ρίξει και πηδήξει. Έτσι κι αλλιώς κι αυτά τα δύστυχα δε θέλουν κάτι άλλο.

Μπουζουριέρα, βιτρίνα, είναι όλο το αριστερό στυλάκι τους. Να πηδηχτούνε θέλουν τα καημένα αλλά επειδή είναι και «ντροπαλά» το παίζουν πολιτικοποιημένα στο ροζ στυλάκι.

Στο ίδιο ροζ στυλάκι πηδιώντουσαν αδιάκριτα στα τέλη των '70 και τα άλλα παρόμοια θηλυκά της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» τού ΚΚΕ εσωτερικού. Θυμάμαι να γινόμαστε μέλη του για να πηδήξουμε.

Αναρτήθηκε κατόπιν έκκλησης του Vrastaman.

Γαμώ το φελέκι μου, πρέπει να παραθέσω και παράδειγμα για να βγει το λήμμα, άντε κι ας βάλω κάτι πασίγνωστο :

- Τι έγινε τελικά ρε, την πήδηξες την πασοκoμούνα;
- Σιγά τα δύσκολα ρε, χώρια που με κυνηγάει τώρα να τρέχω στις μαζώξεις τους!

Και σιγά μην πάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται για την ξiνή, δύστροπη γυναίκα. Λέγεται και για τις μπουρναζογκόμενες που παριστάνουν τις δύσκολες. Δυνητικά και για όσες έμειναν στο ράφι.

Ρε Σταμάτη, φοβερή γκόμενα η Γιάννα.
– Άσε ρε Νίκο με την ξυλομούνα! Αυτή όπως πάει θα μείνει στο ράφι!

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτάλι-μουνί: είναι η γυναίκα - κοπέλα που πλέον έχει φτάσει στο σημείο της εξαθλίωσης από το σεξ, τις καταχρήσεις, ποτά, ξενύχτια.

Επίσης παρταλομούνα θεωρείται και η γυναίκα - κοπέλα που έχει κάνει παρτούζα.

Ρε χτες γαμήσαμε με κάτι φίλους μια πολύ παρταλομούνι ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάψαλο-μουνί: ο μή τυχαίος ορισμός αυτής της λέξης είναι για τις γυναίκες των [-άντα] (από 40 και πάνω μόνο). Συνήθως χρησιμοποιείται και για τα μουνόχειλα της γυνής που έχουν σχισθεί από το πέος (ή πέη) ή και από τα αμαρτωλά παιχνίδια. Επίσης χρησιμοποιείται αντί του μιλφ.

  1. Ρε φίλε γουστάρω τη μάνα της γκόμενας μου, για σαψαλομούνα κρατιέται καλά.

  2. Χτες γάμησα μια ρε φίλε, τι σαψαλομούνα που ήταν, τα μουνόχειλα ήταν πραγματικά ξεσκισμένα.

(από pargas, 13/10/11)(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάλωμα (και όχι σκαλιά) - Μουνί: Η γυναίκα που κάνει θραύση στο πέρασμα της και όλοι την κοιτούν επίμονα. Επίσης πολύ σπάνια χρησιμοποιείται και από έναν άντρα ο οποίος είχε την τύχη να κολλήσει με την γυναίκα κατά την διάρκεια του σεξ.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες που έχουν φουσκωτό μουνί (συνήθως στην παραλία).

Καφετέρια - Ρε φίλεεεε, τι μούναρος είναι αυτός που περνάει, πω ρε φίλε πολύ σκαλομούνα!
- Ναι ρε μαλάκα, όλοι σκάλωσαν.

Παραλία
Μαλάκα δες το μουνί της γκόμενας που περνάει, φουσκωτό για φάγωμα (ή άγριο γαμήσι), μιλάμε για σκαλομούνα ρε φίλε!

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η νταρντάνα (βλ. λήμμα για ετυμολογία), δηλαδή η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, (μάλλον σέξι, αν και τα γούστα ποικίλλουν), σύμφωνα άλλωστε με την γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -μούνα / -μουνο, που χρησιμοποιείται συνηθέστατα για να περιγράψει γυναικότυπους σωματικούς και χαρακτηριολογικούς.

  1. Στην πρωτη φωτο εχουμε μια νταρντανομουνα μελαχρινη. Παιδια η τύπισσα ανετα επαιζε το ρολο της Αφεντρας. Αν και λιγο γεματουλα και με λιγο μεγαλο κωλο ειχε ενα εντελως τσαμπουκαλαμενο βλεμμα και attitude. Αφηστε που ειχε και ενα μαυρο ματι που σκοτωνε και ηταν ντυμενη στα μαυρα. (Εδώ).

  2. ειχα περασει τις προαλες ενα πρωι ψαχνοντας μια εταιρεια ανταλλακτικων και τσεκαρα πρωινη μια νταρντανομουνα βραζιλιανα ..οποτε ειπα σημερα να κοψω κινηση.. (Εδώ).

  3. Η νταρντανομουνα εχει ιδιαιτερη αδυναμια στα γουνινα, κροκοδειλε, λεοπαρδαλε, ζεπρε, τιγρε, ή αλλο animal print και συνδυασμους των πιο πανω. (Εδώ).

  4. Για τον Mad King που του αρεσουν τα νταρντανομουνα... Καλο πινελο φιλε (Εδώ).

(από Khan, 12/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.

Βλ. -μούνα.

Από το νέτι:

-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...

-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».

-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;

Η πιο κρυομούνα από τα Bond girls. (από Khan, 28/11/12)

βλ. και παγόμουνο, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified