Αγνώστου γλωσσολογικής προέλευσης και σπάνια έκφραση για το «λαιμός»-«λαρύγγι». Συνήθως συνδυάζεται με έννοιες που υποδηλώνουν χασισοποτεία.

Ήπια ένα δίφυλλο και μου στέγνωσε το μπισκιτίτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και καρύτζαφλας (αν είσαι του δρόμου και 'τσι...) Είναι σημείο του ανθρώπινου σώματος από το οποίο συνήθως πιάνεις κάποιον για να τον απειλήσεις/εκφοβίσεις. Επίσης μπορείς να χτυπήσεις και κάποιον εκεί. Τώρα το πού είναι ακριβώς δεν ξέρω... Περιμένω βοήθεια!!!

Και τον πιάνω ρε Μάκη από το καρίτζαφλα, και του λέω «Πούστη θα πεθάνεις»...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Ο καταπιόνας είναι το μέλος του σώματος από το οποίο καταπίνουμε τις τροφές μας, κοινώς ο λαιμός. Αυτή η συνώνυμη λέξη χρησιμοποιείται για να δoθεί έμφαση και για εντυπωσιασμό.

  1. Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό; Έχει στεγνώσει ο καταπιόνας μου.

  2. Μην με προκαλείς! Δεν μπορώ να μιλήσω γιατί με πονάει ο καταπιόνας μου!

Σχετικά: λαιμά, καρίτζαφλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.

Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρίτζαφλας: το «καρύδι», το «μήλο του Αδάμ» - η διόγκωση στο (περίπου) κεντρικό σημείο του λαιμού - βλ. μήδι.

Ο καρίτζαφλας, ανατομικά:
Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά εκεί ενώνονται δύο βασικοί χόνδροι του λάρυγγα και ο αγωγός που συνδέει την στοματική κοιλότητα με την τραχεία.

Επειδή συγκρατεί τον λάρυγγα, εμφανίζεται πιο έντονος σε άτομα με βαριά φωνή (μεγαλύτερες φωνητικές χορδές, μεγαλύτερο το τύμπανο που αντηχεί όταν αυτές δονούνται, μεγαλύτερο καρούμπαλο για το λαρύγγι) και, παρόλο που βεβαίως υπάρχει και στα δύο φύλα, στους άνδρες είναι μεγαλύτερος. Θεωρείται ένα από τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, όπως η γενειάδα ή το μουστάκι.

Ο καρίτζαφλας, κοινωνικά:
Δεν είναι δυνατή η εξάλειψή του με τεχνητά μέσα. Ενώ με το ξύρισμα ή άλλα μέσα (περιλαμβάνονται εδώ, μην λέμε τα ίδια) μπορεί να εξαλειφθεί η γενιάδα και το μουστάκι, ενώ με την πλαστική χειρουργική μπορεί να φυτρώσουν βυζιά και να ξηλωθούν τα περιττά γεννητικά όργανα, τον καρίτζαφλα δεν μπορείς να τον μαζέψεις. Συνεπώς αποτελεί βασικό σημείο αναγνώρισης του τρίτου φύλου.

Ο καρίτζαφλας, «παντού-υπάρχει-ένας-μύθος»:
Έχουν καταγραφεί ισχυρισμοί που υποστηρίζουν ότι, ο καρίτζαφλας αποτελεί κομμάτι του μήλου που δάγκασε ο πρωτόπλαστος, το οποίο του κάθισε στο λαιμό, θέση που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από στοιχεία επιστημονικών ερευνών.

Ο καρίτζαφλας, γλωσσικά:
Από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το ίδιο ανατομικό σημείο, η συγκεκριμένη αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέρος απειλής: τι να κλάσει τώρα το «θα σου κόψω το μήλο του Αδάμ, ρε πούστη» (νιεεε) - ενώ το «θα σου κόψω τον καρίτζαφλα ρε πούστη», ε, όσο να ‘ναι, δημιουργεί έναν τρόμο σε φάση.

Χρησιμοποιείται (ή, τέλος πάντων, χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της σ’χωρεμένης της γιαγιάκας μου) στην δυτική Πελοπόννησο και, αν κρίνει κανείς από τα (σχεδόν ανύπαρκτα) αποτελέσματα του γούγλε γούγλε, δεν είναι συνήθης, επομένως το συγκεκριμένο λήμμα ήρθε να καλύψει αυτό το τρομερό κενό της βιβλιογραφίας.

Τιμή και δόξα στην ironick για την ενθάρρυνση.

Παράδειγμα 1:

Συνταγή για μαγείρεμα κυνηγιού:
«Πολλά πουλιά μπορούν να γίνουν παστά. [...] Μετά το μάδημα, καψαλίζουμε για λίγο τα πουλιά στο καμινέτο. [...] Κόβουμε τα ποδαράκια και τη μύτη, από πάνω προς τα κάτω, για να βγει και [...] ο καρίτζαφλας. Στη συνέχεια, τρυπάμε την τσίχλα στο στήθος με τη μύτη του ψαλιδιού και τη μισοκόβουμε.»

Παράδειγμα 2:

Η γιαγιά της οκτάχρονης Μεσούλας πλένει πιάτα. Η Μεσούλα που έχει ξυπνήσει με τον κώλο ανάποδα γυρνάει γύρω γύρω σαν τον δαίμονα και στο τέλος σπάει κι ένα πιάτο.

Η γιαγιά (σταδιακό ανέβασμα του τόνου):
- Τι έχεις πάθει παιδί μου σήμερα (μουρμουρητό), δεν σε αναγνωρίζω (πιο δυνατά), ελύσσαξες (ακόμα πιο δυνατά), φύγε ΤΩΡΑ και πήγαινε στο δωμάτιό σου (ακόμα πιο πιο δυνατά) και σταμάτα αυτά τα καμώματα (πιάσαμε υψίσυχνα), γιατί θα σου κόψω τον καρίτζαφλα (υπερηχητικά) - αααα.

Μεσούλα κλαίει «μην μου κόψεις το καρίιιι» (η απειλή κατανοητή, αλλά όχι και η λέξη). Γιαγιά παίρνει Μεσούλα αγκαλίτσα. Μεσούλα δεν κλαίει. Λα λα λα, όλα καλά.

Στο απώτερο μέλλον αλλάζουν οι παιδαγωγικές μέθοδοι, καταργούνται οι απειλές και έτσι χάνονται οι όμορφοι ιδιωματισμοί. Μέχρι που καταγράφονται στο σλανγκ και μένουν στην ιστορία. Όλε.

Βλ. και καρύτσαφλος και γκαρίτσαφλος, καρύτζαφλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρύγγι

Θα σε φάω το γκότζο

Βλ. και γκαρλιά(ν)γκος, καρίτζαφλας και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified