Το μικρό παιδί στα Γιαννιώτικα. Απαντάται συνήθως ως σ'μαδ'. Χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά.
- Εγώ θα πάρω μηχανάκι!
- Άντε απο'δω ρε σ'μαδ' που θες και μηχανάκι!
Το μικρό παιδί στα Γιαννιώτικα. Απαντάται συνήθως ως σ'μαδ'. Χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά.
- Εγώ θα πάρω μηχανάκι!
- Άντε απο'δω ρε σ'μαδ' που θες και μηχανάκι!
Got a better definition? Add it!
Στα πλαίσια της άδικης μεταχείρισης των δημοσίων υπαλλήλων από την εκάστοτε Διοίκηση και γενικότερα του χάους και του μπάχαλου που επικρατεί στο Δημόσιο, φυγόπονος ονομάζεται ο εργατικός και έντιμος (δηλ. μαλάκας) υπάλληλος που εργάζεται σκληρά χωρίς να παίρνει υπερωρίες και ανήκει στο 5 με 10% του συνολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτά.
Προσωπικό. Έπρεπε να το πω γιατί θα έσκαγα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ειρωνικά ως απάντησε σε ερώτημα:
- Ρε ο Γιώργος χώρισε με την Ελένη;
- Όχι ντρέπεται!
- Καλά και γιατί τα μαθαίνω πάντα τελευταίος;
- Πε τραβέλι είναι αυτό;
- Όχι ντρέπεται!
Got a better definition? Add it!
Οι συμπαθητικές ερασιτεχνικές ομαδούλες εναντίον των οποίων επιλέγουν να δίνουν φιλικά προετοιμασίας σχεδόν όλες οι ελληνικές ομάδες της Super League. Αυτές προέρχονται πάντα από την περιοχή στην οποία κάνει την θερινή της προετοιμασία η εκάστοτε ομαδάρα μας (λέμε τώρα).
- Έδωσε φιλίκο η ΑΕΚ χθες έμαθα;
- Ναι, 11-0 τους πήραμε.
- Σώπα ρε, ποιους;
- Μία Αουγκσμπάουερ 87 ή κάτι τέτοιο. Μία τοπική πιτσαρία.
Got a better definition? Add it!
Το παλιό, βουκολικό (θυμίζει θυμάρι ντε), "νοματαίοι", επεκτείνεται πλέον σε ... άλλα μέρη, άλλους αριθμούς, άλλα γένη, άλλες έννοιες.
Κανονικά σημαίνει άνθρωποι, άτομα, πχ: Στο κτήμα του δουλεύουν πάνω από δέκα ~. Έχει να ταΐσει πέντε νοματαίους. (ΛΚΝ)
Όπως λέει και το λεξικό, χρησιμοποιείται στον πληθυντικό και στο αρσενικό, για "τα ανώνυμα, χωρίς ταυτότητα πρόσωπα: τα πρόσωπα που δύσκολα ξεχωρίζουν ή αποσπώνται από το πλήθος, παραμένοντας πάντα ένα με την κίνηση και τη φωνή του".
Μ' αυτόν τον παλιακό τρόπο κυκλοφορεί ακόμη, απρόσκοπτα και ευρύτατα: Από χείλη χιπχοπικά,
♪♫ Καθόλου φαντασία κι ουσία μες στους στίχους σας,
30 νοματαίοι η δύναμη του πλήθους σας,
Η διαφορά του στήθου σας γεμάτη σιλικόνη,
Την ώρα που εκκρίνουμε αγνή τεστοστερόνη ♪♫
(Goin'Through)
μέχρι και τριπχοπικά (εδώ), αλλά και σε κάπιταλ κοντρολ έκδοση:
Πέντε νοματαίοι και δεν μπορούμε να αποφασίσουμε όλο το μεσημέρι σε ποιο ΑΤΜ θα βγούμε το βράδυ. Α γαμηθείτε θα κάτσω σπίτι σας βαρέθηκα (εδώ)
Ι. Συνηθισμένη χρήση, αλλά στον ενικό αριθμό και για θηλυκό γένος (δες και παραδειγμ. ΙΙ, 4-5):
ΙΙ. Με την έννοια του "έγινε καμπόσος, έγινε κάποιος".
Σχεδόν πάντα πάει μαζί με το ρ. κάνω (κάποιον) ή το ρ. γίνομαι:
ΙΙΙ. Με θαυμαστική χροιά του στυλ, "τι κάνει ο τύπος/ το άτομο/ ο μαλάκας" (κέντησε εδώ ο vikar):
τι παιζει ρε ο νοματαιος??? στραμπουληξα τα δαχτυλα μου!!! Steve
Vai http://www.youtube.com/watch?v=Y2CXA-DPYXk … (εδώ)
Got a better definition? Add it!