Παραλλαγή του όρου «φουστανελάς» ο οποίος περιγράφει συνοπτικά τον τσολιά με ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις, τον γκέι τσολιά.
Η κυρά Μαρία καμαρώνει που μπήκε ο γιος της στην Εθνική Φρουρά... Δεν ξέρει μάλλον ότι είναι πουστανελάς.
Παραλλαγή του όρου «φουστανελάς» ο οποίος περιγράφει συνοπτικά τον τσολιά με ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις, τον γκέι τσολιά.
Η κυρά Μαρία καμαρώνει που μπήκε ο γιος της στην Εθνική Φρουρά... Δεν ξέρει μάλλον ότι είναι πουστανελάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.
- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...
Got a better definition? Add it!
Γκέι φίλος μιας λεσβίας, που ποζάρει για σχέση της για λόγους αλληλοκάλυψης.
- A, κοίτα, η Νατάσσα με τη λεσβιτρίνα της!
Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
O ομοφυλόφιλος που ερωτεύεται (πολύ) μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες.
Ο Γιώργος; Αυτός ο παππούστης;! Αμ πούστης, αμ 22 χρονών, αμ γυρνάει με έναν άλλονα πού'ναι 50άρης και βάλε...
Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Άτομο με εξακριβωμένη την (λάθος) σεξουαλική του ταυτότητα, που ωστόσο δεν τον καταλαβαίνουν οι άλλοι πέρα από τους γνωστούς του.
- Αυτός ο φίλος σου πρέπει νά' χει πάρει πολλές, ε;
- Μπα,είναι αξιόπουστος.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.
Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοροϊδευτικός, περιπαικτικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ανδρός. Σύνθετη λέξη εκ των χαϊδεύω και κώλος, αναφέρεται στην τάση για χάιδεμα των οπισθίων άλλου ανδρός ή των δικών τους από άλλον. Η χρήση για γυναίκες (ομοφυλόφιλες και μη) είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.
Συνώνυμα: αδελφή, συκιά, πισωγλέντης, κουνιστή, γυναικωτός, κίναιδος, πούστης, gay και διάφορες παραφράσεις αυτών (αδέλφω, καπετάν-Πισωγλέντης, κουνίστρα κ.λπ.)
Got a better definition? Add it!
Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.
- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...
Got a better definition? Add it!
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!
Αυτός που παριστάνει τον γκέι για να γνωρίζει λεσβίες-ζευγάρια και μετά γαμάει την γκόμενα.
λεσβία - άντρας :
- Το αρχίδι... μας έκανε την αδερφή, αλλά όταν πήγα τουαλέτα μου ξεμονάχιασε το γκομενάκι και μου το γάμησε.
Got a better definition? Add it!