Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
- - Κάνε ρε Πέτρο κάνα κονέ μπας και πιούμε τίποτα απόψε.
- - Έχεις τίποτα κονέ καλά να μας βάλουν τσαμπέ;
Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
Got a better definition? Add it!
Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.
-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;
Got a better definition? Add it!
Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.
- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.
Βλ. και δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, πολύπριζο, πολύμπριζο, ρουσφετοπωλείο.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει, μεταξύ άλλων:
- Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.
- Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
- Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
- Αράχοβα;
- Όχι, Μεγάλο Πεύκο...
- Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.
- Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!
- Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
- Γιατί ρε γαμώτο;
- Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
- Καλά κι εμείς τί φταίμε;
- Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
- Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!
- Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
- Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
- Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...
- Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...
Got a better definition? Add it!
Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:
Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.
Στην στρατοσλάνγκ είναι:
α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.
Στην μουσοσλάνγκ είναι:
α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.
Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.
Got a better definition? Add it!