Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικό πληθυντικού από απόλυτο αριθμητικό δεκάδας (δέκα, είκοσι, τριάντα...) και το οποίο δηλώνει την αντίστοιχη δεκαετία: τα δέκαζ (η δεκαετία του '10), τα είκοσιζ (η δεκαετία του '20), τα τριάνταζ (η δεκαετία του '30) και λοιπά. Από την αντίστοιχη αγγλική κατάληξη -ies/-s.

Τρελή νεόκοπη αμερικανιά, που είχα την αφελή εντύπωση ότι ανήκε στην ιδιόλεκτο εδώδιμων χρηστών, αλλά είπα σήμερα να γκουγκλάρω σχετικά και είδα το φως. Να σημειωθεί ότι ο εξελληνισμός αυτός των τενζ, τουέντιζ, θέρτιζ και τα λοιπά, επεκτείνεται καί στα νότιζ (naughties), αν και ανώμαλα, με το επίθημα (δες τελευταίο παράδειγμα): ούτε μηδέναζ ούτε κουλούραζ βρήκα στο διαδίκτυο –που δεν αποκλείει καθόλου φυσικά να λέγονται στους δρόμους, ας μιλήσουν οι μάρτυρες.

  1. — Πως φανταζεστε το μελλον της μεταλ-ροκ και ολων των παρακλαδιων τους, στα 10s;
    — Στα δέκαζ δε θα υπάρχει πια μέταλ!
    (από το ρόκιν τζι αρ)

  2. Οι αφίσες που υπάρχουν στα λευκώματα του πρώιμου σοβιετικού σινεμά και που καλύπτουν όλη την εποχή μέχρι τα τέλη των είκοσιζ δεν ήταν αφαιρετικές; Επειδή δηλαδή περιείχαν και το στοιχείο της φωτογραφίας ήταν δηλαδή νατουραλιστικές; (από το ντι άι γουάι μιούζικ οργκ)

  3. To saksofwno epishs eixe molynei th tzonta sta ogdontaz. (σ.ς.: δες και γαμοτζάζ). Ekei pou to sklhro phgaine na ginei poiotiko nasou o typos me th karamouza,aloimenos me vitam ap th xaith ws ta nyxia kai meta epefte h panselhnos,ligos dialogos kai ante mish wra gia na ksanadeis kana vyzo. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Κάτω τα χέρια απ το μικρό σπίτι στο λιβάδι των ενδόξων 70's (εβδομήνταζ, που λέει και κάποιος φίλος). (από το μιούζικ χέβεν τζι αρ)

  5. Έκλεισες με υπέροχο τρόπο τη δεκαετία των μηδένς!!!... (από φωτοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα της αργκό που σχηματίζει ουδέτερο ουσιαστικό από (ελληνικό) ρήμα ή όνομα, με συχνή χρήση στη στρατιωτική ζαργκόν. Παρμένο απευθείας από την κατάληξη -ing του αγγλικού γερούνδιου, γράφεται επίσης (και προφέρεται) -ιν.

Στα παραδείγματα, λέξεις ήδη καταχωρισμένες στο σάιτ.

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα βήτα συνθετικό ευρείας χρήσης στην αργκό, το οποίο σχηματίζει ονόματα από λέξεις που χαρακτηρίζουν πρόσωπα.

Το συνθετικό προέρχεται βέβαια από την αγγλική λέξη man, η οποία ως γνωστόν έχει περάσει στην ελληνική αργκό και αυτούσια. Ο δε σχηματισμός ακολουθεί πιθανότατα τα παρόμοια ονόματα πλείστων υπερηρώων της αμερικάνικης σχολής εικονογραφημένων –όπως ήδη αναφέρει και ο συγχρήστης θεοχάρης δέκα (βλέπε φάκμαν στα παραδείγματα).

Χρησιμοποιείται για να προσδώσει στον χαρακτηρισμό του προσώπου ύφος μάγκικο ή και περιπαιχτικό, χωρίς να συμβάλλει περισσότερο στην καθαυτό σημασία (όπως και το -μούνα, αλλά όχι όπως το -όβιος).

Χρησιμοποιείται ακόμη ευρύτατα στη δημιουργία ονομάτων χρήστη σε διαδικτυακές κοινότητες. Στις περιπτώσεις αυτές, το -μαν μπορεί να ετυμολογείται και από το πραγματικό ονοματεπώνυμο του εκάστοτε χρήστη, συντομευμένο όμως έτσι θεωρείται ότι έχει τρενταριστεί κατάλληλα για να χρησιμοποιηθεί ως προσωνύμι. Εξαρτάται κι' απ' το για τι διαδικτυακή κοινότητα μιλάμε φυσικά...

Εξελληνισμένα, χρησιμοποιείται ευρέως και ο συνώνυμος τύπος -άνθρωπος (βλέπε πιχί σκοπάνθρωπος), ο οποίος εξάλλου έχει παράδοση στα τυπικά ελληνικά (διαστημάνθρωπος, πιθηκάνθρωπος, υπεράνθρωπος).

Βλέπε ακόμη: -ίδης, -μούνα, -όβιος

Στα παραδείγματα, λήμματα που υπάρχουν ήδη στο σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως ο ασιγματισμόσ, ο ατονισμος, ο ανορθογραφισμός, ο πολυτονισμός. Επειδή γίνεται κυρίως για λόγους ευκολίας, μοιάζει πιο πολύ με τους δύο πρώτους. Ο ορισμός του γκρηκλισμού είναι να βαριέσαι ανυπόφορα να κάνεις το ταυτόχρονο Αλτ-Σιφτ (όπως εγώ τώρα) κι έτσι είτε 1) Να γράφεις ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες, είτε 2) αγγλικά με ελληνικούς.

  1. α) Η πρώτη περίπτωση πολλές φορές λειτουργεί ως το καμουφλάζ του ανορθόγραφου. Δηλαδή ένας που δεν μπορεί να ορθογραφήσει, αντί να πάρει μια γενναία στάση και να ενταχτεί στο κίνημα του ανορθογραφισμού προασπίζοντας τα πιστεύω και τα ταξικά συμφέροντα των ανορθόγραφων, κρύβεται πίσω από τα γκρήκλις, όπου τα γράφει όλα «i» και «o», και καθάρισε!

β) Όσοι δεν είναι ανορθόγραφοι, γράφουν το ωμέγα ως «w», το ήτα ως «h», το χι ως «x», το θήτα ως οκτώ «8», και το ξι αναλυτικά ως «ks», κι ενώ καταργούν έτσι κάθε κανόνα φωνολογικής αντιστοιχίας, μπορεί και να κατηγορήσουν κάποιον που δεν το κάνει ως «ανορθόγραφο».

γ) Μια τρίτη κατηγορία είναι οι αρχαιόκαυλοι γκρηκλιστές. Αυτοί απεχθάνονται τα γκρήκλις, αλλά είτε λόγω προκεχωρημένης ηλικίας, είτε επειδή ζουν στην κοσμάρα τους, είναι τραγικοί e-tard και δεν έχουν μάθει την ύπαρξη των πλήκτρων Αλτ-Σιφτ. Αλλά επειδή απεχθάνονται την δεύτερη φράξια, ακολουθούν την επιστημονική φωνολογική μεταγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα λατινικά. Δηλαδή: Οι πιο μετριοπαθείς γράφουν το ήτα ως «e» και το ωμέγα ως «o», οπότε βρίσκονται σε διαμάχη με την δεύτερη φράξια για το ποιος ορθογραφεί. Οι πιο ακραίοι θέλουν να δηλώσουν και την αρχαιοελληνική ποσότητα των φωνηέντων, οπότε γράφουν το ήτα ως «ee» και το ωμέγα ως «oo». Οι ακόμη πιο ακραίοι είναι ταυτοχρόνως γκρηκλιστές και πολυτονιστές, οπότε προσθέτουν και ένα «h», για να δηλώσουν την δασεία, ενώ χρησιμοποιούν και υπογεγραμμένη ως παραγεγραμμένο «i»! Λ.χ. η λέξη «ερμηνεία» θα γραφεί από αυτούς ως «hermeeneia», το «δόξα τω Θεώ» θα γραφεί «doxa too Theooi» κ.ο.κ. Εννοείται ότι αυτοί λοιδωρούν τα οκτάρια θήτα από τις άλλες φράξιες και τις υπόλοιπες συμβάσεις τους.

δ) Ένα άλλο είδος είναι ο υβριδικός γκρηκλιστής που δεν έχει κανόνα και χρησιμοποιεί όποια σύμβαση του καυλώσει ανά πάσα στιγμή. Λ.χ. δεν έχει ιδεολογικό πρόβλημα να γράψει «tha epi8umousa na ypodeixo» ανακατεύοντας συμβάσεις από όλες τις φράξιες. Συναφές ζήτημα είναι αν το ύψιλον γράφεται με «u» ή με «y».

2) Το αντίστροφο είδος είναι ο γκρηκλιστής που βαριέται να γυρίσει το πληκτρολόγιο από τα ελληνικά στα αγγλικά. Έτσι γράφει στα ελληνικά τα αγγλικά ονόματα ή και εκφράσεις, όπως «σο», «το καλύτερο έβερ», «πρόπαμπλυ», «γουάτσοέβερ», «λολ», «λόλσομ», «φακ» κ.ο.κ. Αν είναι αυτοσαρκαστικός θα διανθίσει για ξεκάρφωμα τον λόγο του και με τα «παρεπίπταμπλυ» και «ανπέκταμπλ» κ.ο.κ. Ο τοιούτος γκρηκλιστής βολεύεται πολύ από τις καθαρευουσιάνικες ελληνοποιήσεις λ.χ. «Σακεσπύρος» για τον «Shakespeare», «Αμστελόδαμον» για το «Άμστερνταμ» κ.ο.κ. Επίσης, από τις σλανγκικές τοιαύτες, όπως δωδ, φατσοβιβλίο, σωλήνας κ.ο.κ.

Το παρόν λήμμα δεν προτίθεται να καλύψει τις περιπτώσεις γκρηκλισμού των ελληνισμών που μεταφράζονται στην αγγλική ομιλία, ή αντιστρόφως των ελληνοαμερικάνικων, που καλύπτονται σε άλλα λήμματα ενδελεχώς βλ. λ.χ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.

Σλανγκασίστ: Mes.

  1. Έστωσαν πέντε γκρηκλιστές διαλεγόμενοι σε κουβεντοδωμάτιο για τις αντίστοιχες φράξιες, όπου:
    1.α.= Λάουρα.
    1.β.= Λίλιαν
  2. γ. = Επαμεινώνδας
  3. δ. = Αμαλία.
  4. = Μένιος.

Λάουρα: Ax ti oraia perasame x8es sto retire, itan iperoxa!
Αμαλία: Ne, ki egw perasa 8aumasia, pote tha to ksanakanoume to xeskisma;
Μένιος: Παρεπτίπαμπλυ, μιλώντας για ξέσκισμα, πολύ φάκαμπλ αυτή η φίλη σου, η Καλλιόπη! Το καλύτερο σουίνγκερ φακ έβερ! Πραγματικά ανπέκταμπλ! Σο, μπορείς να μου φοργουορντάρεις το εμαίιλ της; Ή την διεύθυνσή της στο φατσοβιβλίο; Ή ο,τιδήποτε γουατσοέβερ...
Λίλιαν: Menio, ti einai auta pou les sthn kopela; 8a h8eles mhpws na arxisoume ki emeis na zhtame ta emails twn agoriwn me tis ompreles;
Επαμεινώνδας: Meen sugxuzesthe agapeetee mou Lilian. Tooi onti eeto thespesia ee korasis! Me ekane na thumeethoo ta neiata mou, hotan hupeerksa xipees. Ta deonta teei mamai sas, despoinis Amalia.

kai outoo katheksees, kai outo ka8exis, kai outw ka8ekshs, ετσέτερα ετσέτερα...

  1. (Στο φόρουμ του Αθηνοράματος, ανάρτηση γκρηκλιστί ενός κριτικού με αυξημένο δείκτη σλανγκικής ευφυίας, για την ταινία «Daisy» του Wai-Keung Lai):

Daisy is a cataplectic and catapeltic, detectivic, caramelodramatic, psychocathartic, hard-Koreatic, engangsteric, hyperrelativistic esoteric movie in an exoteric co-prototypic tensor product environment hyperfocusing on Jeon, a deadendstreeting artist, painting Heineken bottles in the port of Amsteldamned-if you do, Zaglodvan damned if you dont you forget about me, kikiriki kee, o protokotos to kikirikoy ekbaleto. [...] Protoclassatic acting, zoopanegyris of the senses, philosophistication of Aegina, [...]ο σχιζοφρενής Κορεάτης μες στην οθόνη, όλος ο Κορεάτικος κινηματογράφος έχει βγει από εκπομπή της καραμουζοπάνια, αλλά προ Χαρδακαρβέλα, Χαράδρα, Καραβέλα,ας Χαρδαβελάξουμε Μά-αύ-ρηηηη, Μαύροι με βρακοπαντέλονα απ' τα πάνω Πετράλωνα. Θέλω να πώ, ο έγκριτος σκηνοθέτης Αντριου Καταφερτζαφέρης Λάου κάνει μπέ-ε-ε-ε και ξέρει τι κάνει ή κουτουλάχιστον έτσι φαντάζομαι.

Αντίθετο: engreek.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική αυτή ελληνοαμερικλανιά καθιερώθηκε και με την έννοια της επιλήψιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Προφάνουσλυ, ο ενικός του μπίζνες.

  1. - «Πράσινη μπίζνα η οικολογία» απεφάνθη με κομμουνιστική ξυνίλα η εκπρόσωπος του ΚΚΕ... (από εδώ)

  2. - Αγαθονήσι, η «μπίζνα» των λαθρομεταναστών: Το «Κ» αποκαλύπτει από το ακριτικό νησί τι πραγματικά συμβαίνει με τα σύγχρονα δουλεμπορικά και τους επιβάτες τους. (από εδώ)

  3. - Η μπίζνα λοιπόν διακιολογείται για το καλό της επανάστασης...Τα παίρνουμε απο τους καπιταλιστές και την Ε.Ε. (από κει προέρχονται σε μεγάλο βαθμό τα κονδύλια του αναπτυξιακού νόμου) για να χρηματοδοτήσουμε τους αγώνες μας εναντίον τους...
    (αναφορικά με την «Τυποεκδοτική», εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιστιότοπος.

Πρόκειται για νεόκοπη σλάνγκεψη του site. Κατεγράφη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2010 από τον χρήστη Hodjas εδώ και υιοθετήθηκε με θέρμη από την σλανγκική κοϊνότητα. Κανείς δεν γνωρίζει εάν προϋπήρχε της ιστορικής αυτής εκπωματώσεως.

- Πώ ρε πούστη! Τα πάντα όλα έχει το σάη! Εκφράσεις και γλώσσες απο ιταλική μέχρι μοσχαρίσα...
(η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του Hodjas)

- Οι πιο πολλοί στο σάη με λένε αλλίβε. Το alli είναι μη συνταγογραφούμενο ντεμέκ φάρμακο αδυνατίσματος.
(αλλιβέ, καθώς διαπραγματεύεται τις διακοπές του με τον ιατρικό επισκέπτη)

- άσ' τον. έχει πάρ' απ' ολά να δώσει στο σάη μ' αυτην την ιστορια
(τζίζας, απευθυνόμενος εκνευρισμένα στον αθηνέζο Hodjax)

- Ακολουθεί βαρυσήμαντος τοποθέτησις. Δυο λόγια για το πώς βλέπω το σάη πρώτα και μετά τα βαθμολογικά.
(χαλικούτσης, εκειά)

- ομολογώ ότι όταν πρωτοείδα το λήμμα σκέφτηκα ότι κάτι τ. φραπεμανία ξαναχτυπά το σάη, αλλά το καταχάρηκα όταν διάβασα τον ορισμό
(ηρωνίκ, χαϊδεύοντας την γάτα της)

- Άν όμως δεν ήταν οι δικές σου φιλοσοφίες και συζητήσεις δύσκολα θα είχα κολλήσει με το σάη. (ζανουάρ, απευθυνόμενος à son petit chou σε κάποιο μη ευκλείδειο χώρο)

Ο Σλανγκοπατέρας = Σάη Μπάμπα (από HODJAS, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ιταλικά μάθαμε από το mediterraneo, τους τουρίστες στην Ίο, και τα ιταλικά εστιατόρια.

Όλοι μας ξέρουμε τα «κάτσο», « βά φα κούλο», «ίο πουτάνα», «σαλάτα ντι βέρντε», «τζελάτο λιμόνε», «σκούζι», «αμορε μίο», «μποτζόρνο» κ.α στον προφορικό λόγο, αλλά δεν το παίζουμε και γλωσσομαθείς... Μόνο ο greek kamaki το κάνει αυτό, μπας και ρίξει όποιο θηλυκό δεν μιλάει ελληνικά.

2 φίλοι στο παγωτατζίδικο (που λόγω σαιζόν έχει ιταλίδα υπάλληλο):
- Άντε ρε, πες της κάτι από αυτά τα τηλεγραφικά ιταλικά που ξέρεις...
- Αlora, voglio crema fragola e limone.
- Τι παγωτά και πράσιν' άλογα κορίτσι μου, Τι να σου πω κούκλα μου... Δεν αφήνουμε τα παγωτά και να πάμε κάπου να σε γλύψω... Τι να λέμε τώρα, έχω πάθει πλάκα!

βλ. και me you bed

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified