Λέξη ξένης καταγωγής ,άγνωστης προς το παρόν προέλευσης (πιθανολογώ ρωσικά η άλλη σλαβικής γλώσσας) Πατσανης η αλλιώς πατσανι είναι ο αδερφός ,ο μπραταν, ο οποίος είναι δίπλα σου στις μαύρες τις δουλειες

-Ε τον ξέρεις το Ανδρέα καλό παιδί είναι ;

-Τον ξέρω, δικό μας πατσανι είναι

Got a better definition? Add it!

Published

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφοριστικό σχήμα λόγου, βασισμένο σε κάποιο αυθαίρετο κριτήριο αντροσύνης. Το μεταχειριζόμαστε, ειδικότερα, είτε για να ψέξουμε κάποιον που δεν το πληρεί, ή και για να επιδοκιμάσουμε -ενίοτε και για να δικαιολογήσουμε- κάποιον που το πληρεί (συνήθως τον εαυτό μας, ως άdρες που είμαστε).

Τα κριτήρια αντροσύνης μπορούν να πλασάρονται ως παράδοξα και προκλητικά (άντρας που δεν είναι τρύπιος, δεν είναι άντρας, μού 'παν κάποτε ότι είχε δηλώσει ο Κερτ Κομπέιν, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να το διασταυρώσω -στο οποίο σπεύδει εξάλλου η θυμοσοφία να διευκρινίσει ότι άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε), έως και προχώ και ψαγμένα (άντρας που δεν έχει σκάψει το λάκο του, δεν είναι άντρας, θα σου πουν πιχί οι Τρύπες), αλλά συνήθως πρόκειται απλά για καρακλισάντζες του κερατά, αμφίβολης ή χαίρω πολύ ισχύος, απ' αυτές που ακούει κανείς απο παιδάκι στην ελλάδα τόσο συχνά όσο ας πούμε και ότι οι έλληνες επινόησαν τη δημοκρατία -όπα, λάθος· «ανακάλυψαν» το λένε (θα τη βρήκαν φαίνεται σκάβοντας εκεί κατ' απ' το Βράχο).


Άντρας που δεν έχει πέσει πάνω σε κολώνα ενώ κοίταζε κώλους, δεν είναι άντρας (εδώ)


Αντρας που δεν ξερει να χορευει σωστο ζεϊμπέκικο δεν ειναι ΑΝΤΡΑΣ! Απλα! (εδώ)


Τοσα ατομα υπαρχουν που δεν πηγαν στρατο και στην ζωη τους παρολα αυτα ειναι πρωτοι μαγκες και σωστοι ανθρωποι...αλοιμονο αν πεσω στην παγιδα αυτωνων που λενε οτι οποιος δε παει στρατο δεν ειναι αντρας! (εδώ)


Με είχε όμως συγκλονίσει μια φράση, που μου είχαν πει σε ένα ορεινό χωριό… «Δε φταίνε τα κοπέλια. Όταν η μάνα τα μεγαλώνει με τη φράση: «Ο άντρας που δεν κάνει φυλακή, δεν είναι άντρα[ς]…», ε, τι θέλεις να κάνουν σαν μεγαλώσουν; Φονικά και να πάνε φυλακή…» (εδώ)


Άντρας που δεν έχει φάει χυλόπιτα δεν είναι άντρας! (εδώ)


«Ξοδεύεις χρόνο για την οικογένειά σου. Ωραία. Γιατί ο άντρας που δεν ξοδεύει χρόνο με την οικογένειά του δεν είναι άντρας». Τα είπε όλα ο Ντον των Ντον. (εδώ)


- Για ποιον λογο πιστευετε οτι δημιουργουντε οι παραλληλες σχεσεις;; Λογω παθους;Λογω χαμηλης αυτοπεποιθησης που με αυτον τον τροπο νομιζουν οτι αξιζουν σαν ανδρες ή γυναικες;
- Γιατι θελει να εχει σχεση με την μια και να πηδαει την αλλη. Γιατι θελει να επιβεβαιωθει. Γιατι δεν εκτιμαει. Γιατι ειναι αχαριστος. Γιατι ειναι εγωιστης. Γιατι ειναι ψευτης. Γιατι ειναι δειλος. Γιατι ειναι σκατοχαρακτηρας. Γιατι...γιατι...γιατι...μεχρι το πρωι μπορω να σου γραφω. Με απλα λογια γιατι ειναι μαλακας.Και αντρας που δεν ειναι ειλικρινης για εμενα δεν ειναι αντρας. (εδώ)

(κάν' το μόνος σου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα στην εκνευριστικότατη τάση ορισμένων να εκφέρουν το ονοματεπώνυμο τοπικών παραγόντων (π.χ. νταβάδων τση νύχτας ή λαϊκιστών τση πολιτικής) με το άρθρο «ο» πριν από το επώνυμο.

Ίσως επειδή προσδίδει ένα ζενεσεκουά κύρους δίκην του γαλατικού de *ή του τευτονικού ***von***· ή και (κουραδο)μαγκιάς ακόμα, *ο Μπάμπης ο Σουγιάς ένα πράμα.

Ο τύπος αυτός χρησιμοποιείται επίσης για νέιμ ντρόπινγκ (βλ. θεατράνθρωπος), αλλά και εσκεμμένα φορ τεχ λουλζ.

  1. Στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάνη του Μπαρουφάκη θα μιλήσει ο πρόεδρος του τΣΥΡΙΖΑ, ο Ανδρέας ο Τσίπρας...

  2. Το δικό του κόμμα ετοιμάζει ο Γιώργος ο Τράγκας...

3.
Ο Μάνος o Βουλαρίνος γεννήθηκε, πήγε σχολείο, πήγε για λίγο στην Πάντειο αλλά βαρέθηκε, έπιασε δουλειά, πήγε στρατό, συνέχισε να δουλεύει, έκανε μια εκπομπή στην τηλεόραση...

4.
Η Τζένιφερ η Λόρενς έχει βυζιά!

(από Khan, 09/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά κατά την οποία τονίζεται η ιδίοτητα του μεγέθους: Εικονική διόγκωση των όρχεων στο μέγεθος πλανητικού σώματος, η οποία προβάλλεται ως αποτέλεσμα αδιάλειπτης επανάληψης κάποιας λεκτικής (κυρίως) ή άλλης συμπεριφοράς από τρίτους.

Ρε μαλάκα, ειλικρινά τώρα, θα κόψεις να λες τις ίδιες και τις ίδιες παπαριές;; Αμάν σήμερα! Μου 'χεις κάνει τ' αρχίδια πλανήτες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραγωγικότατο βήτα συνθετικό της αργκό και της καθομιλουμένης, το οποίο συνδυάζεται κυρίως με ουσιαστικά ή επίθετα και σχηματίζει θηλυκά προπαροξύτονα ουσιαστικά που χαρακτηρίζουν πρόσωπο. Ακούγεται και ως -φατσας σε αρσενικό γένος.

Σημασιολογικά, αναφέρεται είτε κυριολεκτικά στην εμφάνιση του χαρακτηριζόμενου προσώπου, πιχί αγγλόφατσα για κάποιον που εμφανισιακά φέρνει σε άγγλο, ή, λιγότερο κυριολεκτικά, σε συνδηλώσεις που προκαλεί η εμφάνιση του προσώπου στον ομιλητή, πιχί μπουρδελόφατσα για κάποια που φέρνει σε πόρνη λόγω ντυσίματος ή μέικ-απ, ή για κάποιον που ο ομιλητής εκτιμά οτι συμπεριφέρεται σα μπουρδελιάρης.

Κατεπέκταση όμως, το -φατσα λειτουργεί και ως ελαφρά ειρωνική ή και απαξιωτική, πολλές φορές και υβριστική μετωνυμία για το πρόσωπο ενγένει, πιχί αριστερόφατσα για έναν αριστερό ή αγγλόφατσα για έναν όντως άγγλο, αλλά και γαμόφατσα, σκατόφατσα και λοιπά.

Άλλα μετωνυμικά συνθετικά: -ψώλης, -μούνα, -μαν

  1. Φάτσες που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ: αγγαρειόφατσα, γκαυλόφατσα, εκφυλόφατσα, καμπανόφατσα, μουνόφατσα, μπατσόφατσα, μπουγελόφατσα, πουτανόφατσα, σκατόφατσα, ταβερνόφατσα, χριστιανόφατσα. Ακόμη: τρεντυφατσουλάκι, τσόντα-face.

  2. Βρε παιδιά, εγω έτσι όπως τον είδα τον Kensei, ήταν εντελώς γιαπωνεζόφατσα. Πως στο καλό ο σουηδόφατσας θα κάνει τον γιαπωνέζο; lol (από δω)

  3. Οταν ημανε μικρος στο σπιτι του θειου μου πρωην ναυτικου υπηρχαν 2 βαλσαμωμενα πιρανχας. Μιλαμε για την απολυτη σατανοφατσα. Τα σιχαινομουν και με τραβουσαν ταυτοχρονα. (από φόρουμ)

  4. Κλασσικη πιποφατσα κλασσικης πορνοταινιας... (σχόλιο στο γιουτιούμπ για χιποχοπογκόμενα –λέξη-γλωσσοδέτης, αν και όχι όπως αυτό)

  5. Τα πλανα που εχεις απο τη συναυλια, αναμεικτα με το ρεπορταζ της ΕΡΤ του 83, απο ποτε ειναι και που εγινε, γιατι αναγνωρισα κανα δυο μουσικοφατσες εκει μεσα. :-) (από φόρουμ)

  6. Το παραλήρημα μιας δεξιόφατσας (περιγραφή σε βίντεο γιουτιούμπ)

  7. ΑΙ ΡΕ ΠΑΛΙΟΣΙΧΑΜΕΝΟΙ ΜΑΣ ΕΧΕΤΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ...ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΑΣΑΡΙΕΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ...ΚΙ ΕΓΩ ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΩΣ ΑΜΑ ΔΩΣΟΥΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ 1.000.000 ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ;;ΑΙ ΣΙΧΤΙΡ ΑΡΙΣΤΕΡΟΦΑΤΣΕΣ! (φωνακλάδικο σχόλιο σε ιστολόι)

  8. ΤΡΟΜΠΕΣ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΚΙ ΟΛΟ ΣΑΣ ΤΟ ΣΟΙ ΠΑΠΑΡΟΦΑΤΣΕΣ
    ΖΩΑ ΟΡΘΙΑ ΜΑΛΑΚΕΣ ΧΡΥΣΑΦΙ ΝΑ ΠΙΑΝΕΤΕ ΚΑΙ ΣΚΑΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΚΑΕΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΤΕΛΙΩΣΟΥΝ ΟΙ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΝΗΤΗ ΠΟΥ ΒΑΖΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΑΠΕΡΓΙΑ (άλλος φωνακλάς από δω)

  9. Παιχνιδιάρα μου γατούλα / με την ροκ εντ ρολ μυτούλα / αθωόφατσα γλυκούλα / με παράνοια Καλιγούλα. (Σάκης Μπουλάς, Τα κεφτεδάκια, 1985)

Fachούλα... (από MXΣ, 26/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί «ενός». Από επιρροή του «μιανής» (μίας), πράγμα ενδιαφέρον... Γι΄αυτό και το ξεχώρισα από το καθενού, αυτουνού κλπ.

Πρώτα του λαού, μετά της λογοτεχνίας και τώρα για να κάνουμε πλάκα.

  1. Ήθελα να ρωτήσω τους Έλληνες εδώ για τις λέξεις σαν το αυτουνού, αυτηνής, ποιανού, αυτόνε, πιόνε, αυτουνούς, τόνε, τήνε, κτλ. Λέγονται αυτές οι λέξεις στη επίσημη γλώσσα (ξέρω ότι δεν γράφονται) ή θεωρούνται σάν λάθη; Ευχαριστώ.

Επισήμως είναι λάθος. Θα τις ακούσεις όμως συχνά αν και θεωρούνται κάπως «βάρβαρες» εκτός από το «ποιανού» που είναι πολύ συχνή η χρήση του. Ούτε κι αυτό θα το ακούσεις όμως όταν κάποιος βγάζει λόγο π.χ.

Ανεπισήμως όμως (και νομίζω θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιποι) ακούγονται πολύ συχνά, όχι μόνο αυτές αλλά και άλλες όπως «μιανού»(ενός δηλαδή) «μιανής», «καμμιανού», «καμμιανής», «καθενού»... συνήθως τις λένε συμπατριώτες μας δίχως ιδιαίτερη μόρφωση, χωρίς αυτό να αποκλείει και κάποιο τοπικό ιδίωμα πιστεύω.

Ευχαριστώ. Έστι νόμιζα, ότι ήταν «λάθοι.» Αλλά το «μιανού» δεν τό 'χω ακούσει ποτέ, αλλά μου αρέσει έτσι που ανακατώνει τα γένη.

από εδώ

  1. Nα υπενθυμίσω στους μεγαλοπαράγοντες που μας τίμησαν με την παρουσία τους, πως η Kαλλιμασιά γενέτειρα δύο οικουμενικών πατριαρχών, μιανού που η Aθήνα του Kοτζιά φωταγωγήθηκε να τον υποδεχτεί πολυνίκη, μιανού που θυσιάστηκε για την ιδέα μιας ενωμένης Eυρώπης με ίσες ευκαιρίες για τους λαούς της, μιανού εκδότη - ποιητή που θέλησε να μάθει στους Έλληνες το καλό και το φτηνό βιβλίο, μιανού γιατρού που θυσίασε την καριέρα του για να γλιτώσει τους χωματάνθρωπους της μαστίχας από τους εκμεταλλευτές του ιδρώτα τους, μιανού μπροστάρη εκπαιδευτικού που τόλμησε να μάθει τα παιδιά τη γλώσσα των γονιών τους, η Kαλλιμασιά τέλος που ξεχώριζε πριν λίγα χρόνια, TA EΔΩΣE OΛA ΓIA TA NEAPA BΛAΣTAPIA THΣ.

από εδώ

  1. «Χατήρ' τ' μιανού, χατήρ' τ' αλλ'νού,
    άφ'σα τουν άντρα μ' χουρίς πιδί»

  2. ό,τι μαλακία του κατέβη του κάθε μιανού τη φτιάχνει τόπικ. θα ληφθούν μέτρα διότι η αμετροέπεια παράγινε...

(από jesus, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Λολοπαίγνιο πάνω στην ράτσα ενός σκύλου.

Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι μπάρμπα-Μπρίλιων και κυρα-περμαθουλών, ανίκανων να ξεχωρίσουν τον πρωκτό τους από μια τρύπα στο χώμα:

[I]- Γιαννάκη, τι μάρκα είναι το σκυλάκι σου;
- Μπεεε εμ βε, μανδάμ.[/I]

Μοιραίως υιοθετήθηκε με θέρμη από ζωόφιλους αστειάτορες μαοϊστές.

Σ.ς.: οι εγχώριες μάρκες σκύλων περιλαμβάνουν τον Ελληνικό Ιχνηλάτη (άκα Γκέκα), τον Ελληνικό Ποιμενικό, και το Κανίς – Γκριφόν GTI.

- Τι μάρκα είναι ο σκύλος και πόσα κυβικά; (γκρ)

- Τι «μάρκα» σκύλο να αγοράσω για να τον «κυκλοφορώ»;
(γκρρ!)

- Μπορει να μου πεις καποιος ζωοφιλος τι μαρκα σκυλος ειναι;; καποιος μου ειπαν οτι ειναι επωνυμος σκυλος...
(γκρρρ!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας ρηματικός τύπος - ουσιαστικό, κατά τα πρότυπα του «ο γαμάω», «ο σκοτώνω» και δεν συμμαζεύεται.

Η φράση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, αναφορικά με ένα παίχτη (επιθετικό συνήθως) ο οποίος είναι τεχνίτης της ντρίμπλας, δίνοντας την εντύπωση ότι κανείς αντίπαλος αμυντικός δεν είναι αρκετά ικανός ώστε να τον «κόψει», να του κλέψει την μπάλα.

Συναντάται και εκτός των γηπέδων, περιγράφοντας τον άνθρωπο που ελίσσεται - κυριολεκτικά ή μεταφορικά - το χέλι με λίγα λόγια.

- Κοίτα τι κάνει το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!
- Σου είπα ότι είναι ο δεν κόβομαι... από τις καλύτερες μεταγραφές!

Got a better definition? Add it!

Published