Ανοησίες. Δηλαδή παπάρια, τρίχες, μπούρδες, μαλακίες κ.λπ.
Είναι ανεξερεύνητο το αν αναφέρεται στην Καλαβρία ή στα Καλάβρυτα.
Ανοησίες. Δηλαδή παπάρια, τρίχες, μπούρδες, μαλακίες κ.λπ.
Είναι ανεξερεύνητο το αν αναφέρεται στην Καλαβρία ή στα Καλάβρυτα.
Got a better definition? Add it!
Αρχίδι καλαβρέζικο: Το αρχίδι που είναι κάποιας καταγωγής.
-Κατάφερες τίποτα;
-Αρχίδια καλαβρέζικα έκανα.
Got a better definition? Add it!
Από το νέτι πληροφορούμεθα ότι:
«Ο όρος «καπαμάς» έχει τουρκικές ρίζες και αναφέρεται σε μαγείρεμα φαγητού «καπακωμένου», σκεπασμένου δηλαδή με το καπάκι της κατσαρόλας. Το μαγείρεμα με τον τρόπο αυτό γίνεται σε σιγανή φωτιά και το κρέας κόβεται σε μικρότερα κομμάτια. Ο κλασικός καπαμάς φτιάχνεται με μοσχαρίσιο ή αρνίσιο κρέας, αλλά εμείς μπορούμε να τον φτιάξουμε και με κουνέλι, λαγό, κοτόπουλο, χταπόδι και φυσικά με χοιρινό κρέας».
Και συμπληρώνω: όλο αυτό το σκηνικό φαίνεται πως εξάπτει την φαντασία της νοικοκυράς που, ως γυναίκα, εκτός από τον Φθόνο του Πέους μάλλον έχει περάσει (αλλά όχι ξεπεράσει) και τον Φθόνο του Αρχιδιού, λέω εγώ, και εκεί που είναι πάνω από την κατσαρόλα της φαντάζεται τα αμελέτητα του μαλακοκαύλη συζύγου της στην πιο μπρουτάλ και αργή και βασανιστική επεξεργασία τους...
Παρόλ' αυτά δεν γνωρίζω να μαγειρεύτηκαν ποτέ αυτά τα καψερά κι ευτυχώς, ωσεκτουτού, παρέμεινε μόνο ως έκφραση αυτός ο ευσεβής πόθος. Έκφραση που χρησιμοποιείται πλέον κι από τα 2 φύλα.
Για να σοβαρευτούμε τώρα, η έκφραση «αρχίδια καπαμά» είναι συνώνυμη της μπαρούφας, ή των αρχίδια καλαβρέζικα, παπάρια μέντολες, μπουρουμπούρου, πούτσες μπλε και λοιπών γειώσεων.
Αυτό το λήμμα είναι συμπληρωματικό του αρχίδια καπλαμά, κατόπιν προτροπής της Μες από το ΔουΠού.
ΥΓ: ψάχνοντας για λυνξ, έπεσα σε 57083875230 σάη - αρχιδολεξικά, έτσι προς ενημέρωση.
Συνειδηση κι αρχιδια καπαμα!! Εφαγες εσυ ποτε συνειδηση; Χορτασες; Αμ δε!
Αν τα θέλεις κοκκινιστά με μπόλικα κανελογαρίφαλα τα λες καπαμά, αν απ την άλλη μιλάμε για περίπτωση όπου η κατάσταση ή ο περί αυτού λόγος κάθε φορά είναι σαν να λέμε ξύλο απελέκητο, τότε γενικότερα μιλάμε για αρχίδια καπλαμά… Τελικά καταλήγω στο ότι η ουσία στο “αρχίδια καπαμά”, σύμφωνα με την επεξήγηση του sid_iron είναι στο κρέας :P (sapia με λαμβάνεις;) και όσο για τις ντομάτες και τα μπαχαρικά.. περί ορέξεως…
Εφόσον ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΕΣ, ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ και αρχίδια καπαμά είσαστε τόσο ευαίσθητοι στα θέματα των αλλοδαπών μεταναστών, θα σας πρότεινα το εξής: Ξεκινάμε από τον Πρωθυπουργό μας... Τζέφρυ, πάρε καμιά εκατοστή από τους μετανάστες και φιλοξένησέ τους, βρες τους δουλειά νόμιμη με όλα τα ένσημα, κάνε σε όλους εξετάσεις υγείας και μίλα με το «βουβαλάκι» σου, αυτό με τα 54 σπίτια, να φιλοξενήσει καμιά 500 αριά (10 αλλοδαποί ανά «βουβαλική» κατοικία), να τους βρει επίσης δουλειά (ξέρει τα κόλπα των κοπριτών αυτός ο ΥΠΕΡΒΟΥΒΑΛΟΣ), εξασφαλίζοντάς τους ένα καλύτερο μέλλον.
Αρχίδια καπαμά. Ό,τι και να λέτε, μας πήρανε χαμπάρι.
όλα διχτυωτά.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους Πατρινούς, αλλά και από τους δυτικοελλαδίτες γενικότερα. Υπάρχει και η ορθογραφία Μοιραλέικα, αλλά δεν είναι ετυμολογικά σωστή.
Η ερμηνεία είναι απλή και δεν θέλει πολλή φαντασία. Όπως συμβαίνει με τα αρχίδια καπαμά και τα αρχίδια μέντολες αναλόγως και εδώ πρόκειται για μαλακίες, για τρίχες, για γελοιότητες.
Ας κοιτάξουμε τώρα και την προέλευση της έκφρασης.
Πολλοί θεωρούν ότι είναι εφεύρεση του πάλαι ποτέ βουλευτή Αχαΐας, Μένιου Κουτσόγιωργα, ο οποίος την έκανε γνωστή πανελληνίως. Για την ιστορία, όταν γνωστός εκδότης ζήτησε από τον Κουτσόγιωργα να σχολιάσει τις φήμες για το σκάνδαλο Κοσκωτά, εκείνος απαξίωσε το ζήτημα, με τον χαρακτηρισμό 'αρχίδια Μιραλέικα'.
Στην πραγματικότητα όμως, άλλη είναι η καταγωγή της έκφρασης. Και συγκεκριμένα, το ένδοξο Μιράλιο ή Μιράλι, μικρό χωριό λίγο έξω από την Πάτρα.
Τι το ξεχωριστό έχουν τα απίδια των Μιραλιωτών; Ό,τι και τα Καλαβρέζικα, φαντάζομαι!
(Από τον Ιστό)
''Τό Πανεπιστήμιο πρώτα είναι χώρος
εκπαίδευσης καί μετά παραγωγής πολιτικής.
Όλα τ΄άλλα είναι αρχίδια Μοιραλέικα
(τό κατά Κουστόγιωργα 1ο,ψαλμός 6ος
στίχος 5ος).
Αναστάσης.''
βλ. και μπαρούφα (-ες)
Got a better definition? Add it!
Οι τρίχες απ' τα κάκαλα, των όρχεων. Ποντιακή διάλεκτος.
Κοινώς μπούρδες, μαλακίες, παπαριές.
- Υπομονή, η ανάπτυξη θα 'ρθει το 2013.
- Κακαλί μαλλία, πούτσες, ούτε το 2023 δε θα 'ρθει!
Got a better definition? Add it!
Φράση ισοδύναμη της αρχίδια μάντολες, ασήμαντα πράγματα, τρίχες.
- Περιμένεις τίποτα από τον Γιωργάκη;
- Μπομπόλια μάντολες.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.
- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!
Got a better definition? Add it!