Έτσι λένε οι οικοδόμοι το πτυσσόμενο ξύλινο μέτρο. Ετυμολογείτε το πιθανότερο από το ιταλικό passeto που σημαίνει το μικρό βήμα και το pes μια ρωμαϊκή μονάδα μήκους, που αντιστοιχεί περίπου με ένα πόδι (foot). Αν και υπάρχουν και πλαστικά πτυσσόμενα μέτρα ο οικοδόμος ο σωστός έχει αποκλειστικά ξύλινο, όπως ο υδραυλικός ο σωστός χρησιμοποιεί στις σωληνώσεις καννάβι και σάλιο αντί του φλώρικου τεφλόν...

-Μαστρομήτσο πιάσε το πάσετο.

πάσετο

Got a better definition? Add it!

Published

Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.

Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.

Αβέλει λακρίμω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το δάκρυ εκ του ιταλικού lacrima εκ των λατινικών. Πρόκειται για έναν από τους χαρακτηριστικούς ιταλισμούς/ λατινισμούς των καλιαρντών, ένεκα των οποίων ίσως λέγονται και λατινικά ή βαθιά λατινικά.

Πώς χάθηκε; Πώς να ζήσω πια χωρίς τα φλογισμένα μάτια του; Ο χωρισμός, καλέ, είναι μισός θάνατος. Δεν είμαι της κλαψομουνιάσεως αλλά βαλάντωσα στο λάκριμο, η καψερή. Πού χάθηκε; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. Τον αγαπούσα, τον αγαπούσα βαθιά. Τι καλά να ξανασμίγαμε! Να τον αποφυλάκιζαν και να τα βρίσκαμε πάλι. Τι λατσά που θα περνούσαμε! Μα ήταν πια πολύ αργά. Και για μένα και γι’ αυτόν. Και προπαντός γι’ αυτόν, που η μοίρα του τον έστειλε ίσια στην κόλαση. Ένα πρωί ξύπνησα απότομα. Χρόνια μετά τον θάνατό του. Τον είδα στο ύπνο μου. Έπαθα ζαλούζα. Ήταν, λέει, καθισμένος στο κελί του την τελευταία νύχτα πριν τον εκτελέσουν και συλλογιόταν. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου εδώ).

Γκέι ακτιβιστής παλεύει με λακριμογόνα στην Κωνσταντινούπολη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified