Ο κομμάτιας, ο λιώμας από ναρκωτικά, αλκοόλ, αϋπνία κτλ.
- Πάμε που σου λέω ρε...
- Πού να τρέχω τώρα έτσι κομματιανός που είμαι... Άαααραξε...
Ο κομμάτιας, ο λιώμας από ναρκωτικά, αλκοόλ, αϋπνία κτλ.
- Πάμε που σου λέω ρε...
- Πού να τρέχω τώρα έτσι κομματιανός που είμαι... Άαααραξε...
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.
Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Ο κατεστραμμένος, συνήθως από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Αυτός που έχει κάψει πάρα πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με τις παραπάνω καταχρήσεις και φαίνεται στον τρόπο που μιλάει και φέρεται.
Κοίτα ρε τον καμένο! Μόνος του μιλάει, μόνος του γελάει, μόνος του χορεύει. Τι έχει πάρει και κάνει έτσι άραγε;
Δες και κάρβουνο.
Got a better definition? Add it!
Ίδια σημασία με τον καμένο. Ο κατεστραμμένος από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ.
-Εγώ πλέον δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον Κώστα. Αφού είναι καΐλας, άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Δεν του 'χει μείνει κύτταρο για κύτταρο.
Got a better definition? Add it!
Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.
Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)
- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».
Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!
Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.
- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!
Got a better definition? Add it!
- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.
Got a better definition? Add it!