Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοκύπριος που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «παίξαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίας μαλακίας.

Πηγή: Λήμμα πέσαμε μούτσο και σχόλιο Vrastaman.

- Πώς πήγε η ομάδα.
- 'Ασ' τα! Παίξαμε μούτσο κι αποκλειστήκαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια έκφραση που κατοχύρωσε ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης γύρω στον Ιούνιο 2001 μετά το φιάσκο της κυβέρνησης με το ασφαλιστικό. Αναφερόταν συγκεκριμένα στην επιθετική αντιπολίτευση που άρχισε να κάνει εναντίον του η ΝΔ.

Φυσικά η έκφραση αν και μάλλον άστοχη (τι σχέση έχει το ροκ με το να επιτίθεσαι σε κάποιον;) ήταν πολύ πιασάρικη με αποτέλεσμα να γίνει σωβρακολάστιχο από τα ΜΜΕ για μέρες.

Να ακολουθήσουν τους ξέφρενους ρυθμούς του «σκληρού ροκ» ετοιμάζονται στη Ν.Δ., καθώς ο «d.j.» της υπόθεσης Θόδωρος Ρουσόπουλος εγκαθίσταται στη Χαρ. Τρικούπη

(Ελευθεροτυπία 21/10/2001)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από τη διασκευή του Σαββόπουλου στο «Perfect Day» του Lou Reed (από το δίσκο του τελευταίου Transformer).

Σε αυτόν τον εκτρωματικό θούριο της -πρόωρης ή όχι, δεν έχει σημασία- αρσενικής εμμηνόπαυσης του νιόνιου -που καθόλου μα καθόλου δεν τον αγαπάμε όλοι κι ας τον λιβανίζει το σύμπαν- διεκτραγωδείται όλη η συναισθηματική πανούκλα και ρούχλα της μονογαμίας, από την οποία βέβαια μπορεί κατά καιρούς κανείς να μην μένει απρόσβλητος, αλλά δε θα το τραγουδάμε κιόλα...

Αν και στιχουργικά ο Σαββόπουλος είναι τόσο πιστός και τόσο ταλαντούχος στη μετάφραση όσο και το systran (πρβ. το πρωτότυπο εδώ) έχω την εντύπωση ότι ο Λούης ο διαβασμένος έχει κάποια ειρωνεία στους στίχους... Αλλά τέλος πάντων, μπορεί και να 'ναι αυθεντικά το υπέρτατο ίσως, αλλά τουλάχιστον ακομπλεξάριστα (και γι' αυτό μη παιζόμενο εκεί), τραγούδι ναμαγαπάδικου.

Ευτυχώς ο Πανούσης το διασκεύασε ως «Πρέζα όμορφη» και μας επέστρεψε στις παλιές καλές μέρες των Velvet.

Το «πρέζα όμορφη» μπορεί να ακουστεί και σκέτο ως σχόλιο για πρεζάκι σε φάση απόλυτης ντάγκλας ευρισκόμενο σε σωματικές πόζες-πρόκληση για την ανθρώπινη ισορροπία.

Κυρίως όμως ακολουθεί τη φράση «σινεμά και σπιτάκι μετά» ως φωναχτό ρεφραίν-σχόλιο για την μονογαμία που τρώει τα σωθικά του εθισμένου -τώρα πια χωρίς να βγαίνει κι απ' το σπίτι, βλ. δωδ και σπιτάκι και πριν και μετά. Πρόκειται για φράση-κόλαφο για τους κατά συρροή προδότες της μπύρας και της μπαρότσαρκας, τους εκπρόσωπους του δωσιλογισμού, του γουτσισμού και του παρά φύση χουχουλιασματισμού.

Στίχοι της διασκευής του Σαββόπουλου

Μέρα όμορφη

Μέρα όμορφη το πάρκο γυρίσαμε,
Όσο φέγγει, ας πιούμε μια σαγκριγιά

Μέρα όμορφη τις πάπιες ταΐσαμε,
Σινεμά
και σπιτάκι μετά

Μα τι μέρα όμορφη!
Χάρηκα που ήσουν εδώ.
Αχ, μέρα πανέμορφη,
με βοηθάς να κρατηθώ

Μέρα όμορφη το πρόβλημα κρύφτηκε
και μόνοι εμείς
κυριακάτικοι εκδρομείς.

Μέρα όμορφη μαζί σου ξεχάστηκα
κι αισθανόμουν αλλιώς
υγιής και καλός.

Θα κοιμηθείς
έτσι όπως έπεσες.

παράδειγμα

- Πάμε ρε μαλάκα για κάνα μπυράκι;
- Μπαααα
- Τι «μπαααα»;
- Θα πάω σινεμά...
- Με την Αργυρώ;
- Ναι...
- Σινεμά και σπιτάκι μετά;
- Ειρωνεύεσαι;
- Όχι όχι, είσαι καλά;... Ω ΝΑΙ, ΠΡΕΖΑ ΟΜΟΡΦΗ, ΤΙΣ ΠΑΠΙΕΣ ΤΑΪΣΑΜΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρήση βασίζεται στο ομώνυμο μιούζικαλ (La cage aux folles) του Χάρβει Φερστίν.

Ένας χώρος όπου τα μέλη του το παίζουν, δείχνουν ή παρουσιάζονται ως τρελοί και εκκεντρικοί. Ένας τέτοιος προσδιορισμός, θα μπορούσε να δοθεί σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε ένα τμήμα μιας εταιρείας, σε μια εταιρεία, σε μια τοπική κοινωνία και γενικότερα σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο ανθρώπων λειτουργεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία, από την κουλτούρα των ατόμων του περιβάλλοντα χώρου. Τα άτομα ζουν απομονωμένοι από τις επιδράσεις των άλλων, στον κόσμο τους, με τους δικούς τους κώδικες και τους δικούς τους κανόνες με αποτέλεσμα να προσδίδεται στο χώρο τους μια διακριτότητα. Γι' αυτό οι άλλοι αντιλαμβανόμενοι αυτή τη διακριτότητα, θεωρούν το συγκεκριμένο χώρο ως κλουβί και τους «αυτοεγκλωβισμένους», ως τρελούς.

- Όλα τα άτομα στο λογιστήριο, είναι πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ένα μάτσο ανισόρροποι, που κανείς δεν έχει καλή γνώμη για αυτούς. Αυτοί όμως δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
- Έχει να κάνει με τη φύση της δουλειάς τους;
- Όχι. Μιλάω για το χαρακτήρα τους. Είμαστε χρόνια συνάδελφοι και τους έχουμε γνωρίσει προσωπικά.
- Πώς το εξηγείς;
- Απλά, ο διευθυντής του τμήματος που είναι κι αυτός κάπως έτσι και χειρότερα, έχει κάνει τις προσλήψεις. Οπότε καταλαβαίνεις... Όμοιος ομοίω και κοπριά στα λάχανα.
- Εμ...άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υφίσταται κατηγορία τις αθρώπων, οίτινες διατείνονται πως ακούνε μουζικήν αποκαλουμένην black metal. Επιπροσθέτως, ισχυρίζονται ούτοι πως η ποικιλία του εν λόγω είδους μουζικής δύναται εξαντλήσειν τας προσδοκίας οιουδήποτε νορμάλ ακροατού. Ερωτώμενοι, ουν, εις ποίον είδος μουζικής εντρυφούν, αποκρίνονται κατά κανόναν «μόνο μπλακ».
Γενίκευσις της απαντήσεως ταύτης δια τελείας επαγωγής οδηγεί εις την χρήσιν αυτής προς αποτύπωσιν της πλήρους ικανοποιήσεως και επιδοκιμασίας, της καύλας εις την τελικήν, βρε αδερφέ.
Καθώς το συγκεκριμένον είδος μουζικής θεωρείται ευρέως, και ουχί αδίκως, κάφρικον, ευκταίον εστί όπως η φράσις ταύτη μη χρησιμοποιήται δια τον χαρακτηρισμόν επιτυχημένης τεϊοποσίας, μετά βουτημάτων ή άνευ.
Ένεκα της μονομανίας δηλουμένης εκ της φράσεως τούτης, η χρήσις επεκτείνεται ομαλώς εις άνδρες επιφανείς τε και διακρινόμενους δια την προσήλωσίν των εις τον επιδιωκόμενον στόχον.

  1. - Πώς περάσατε, ρε Θύμιο, χτες στο κωλάδικο;
    - Είχε κάτι ρωσσάκια, φίλε, απίστευτα. Μόνο μπλακ σου λέω.

  2. Ο τύπος είναι μόνο μπλακ ρε, κάνει ό,τι του κατέβει στη γκλάβα. Στην τελευταία πορεία βούτηξε ένα καδρόνι και πήγε ταλιμπάν στους μπάτσους για πέσιμο χύμα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified