Further tags

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν μία κατάσταση έχει φιξαριστεί και όλα είναι έτοιμα. Κυρίως αναφερόμενοι σε γκομενοδουλειά ή βρομοδουλειά. Επίσης και για ένα νέτο αν είναι καλό είμαστε τζετ σετ.

-Βρήκαμε και σημειώσεις για το μάθημα, είμαστε jet set.

Δες και τζετ, τζετέ, τζετάουα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δημιουργήθηκε μετά την απόφαση της σχολής μπαλέτου τις εκκλησίας να δώσει στους αναμάρτητους προτεραιότητα στις εγγραφές της νέας σεζόν.

Ο αναμάρτητος οφείλει να προσκομίσει την απόδειξη εξομολόγησης από το εκκλησιαστικό κατάστημα της ενορίας του.

Συστατικές επιστολές από αγίους λαμβάνονται σημαντικά υπόψη.

Οι 20 πρώτοι που θα εγγραφούν μπαίνουν σε κλήρωση για μία θέση στο παράδεισο.

- Τα έμαθες; Άνοιξε καινούργια σχολή μπαλέτου.
- Ναι το άκουσα, αλλά ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο, εσύ έχεις πάρει το μισό Κερατσίνι.
- Και εσύ ολόκληρη την Καλλιθέα.
- Η Καλλιθέα είναι μικρότερη από το Κερατσίνι.
- Πουτάνα.
- Τσούλα.

(από Mpanoutsos, 27/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινηματογραφογενής (ουφ!) έκφραση, που δηλώνει (και δικαιολογεί) αμηχανία, σύγχυση, παραστράτημα, ατόπημα.

Φυσικά προέρχεται, απο το νεορεαλιστικό αριστούργημα του Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», όπου η κουμπαρο-μπεμπέκα Δέσπω Διαμαντίδου, επιχειρεί με τη φράση αυτή, να καλύψει τις νεόκοπες τζαναμπετιές της άρτι υπανδρευμένης Μάρως Κοντού, έναντι του μέχρι πρότινος ατύπου συζύγου-λοχία Γιώργου Κωνσταντίνου.

Τέτοιου είδους εκφράσεις του παλιού σινεμά, υφίστανται και χρησιμοποιούνται ευρέως πλέον απο τη νεολαία, που έχει απομυθοποιήσει μεν τις ελληνικές ταινίες, πλην όμως τις έχει εμπεδώσει σε τέτοιο βαθμό, (αφού έχουν παιχθεί χιλιάδες φορές) ώστε να κωδικοποιηθούν οι διάλογοι και να ενσωματωθούν στην καθομιλουμένη.

Για παράδειγμα, οι ατάκες του Ζήκου (π.χ. «πας, άπας τις, εις άνδρας, οφείλει να-φροντίζει για-το μέλλον-του», «πάω στο γιατρό εγώ», «κι ένα αστραπόβροντο» κ.τ.λ.), το «του νόου ας μπέτερ» ή ασμπέτε του Χρόνη Εξαρχάκου (Ο κατεργάρης), «με είχε δώσει η μάνα μου φονντούκια» του Βουτσά (Νύχτα γάμου), «βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;» του Ηλιόπουλου (Κυρίες της Αυλής), «πνεύμα και ηθική» του Αυλωνίτη (Η ωραία των Αθηνών) κ.α.

- Τί σου ’ρθε βρε όργιο και άνοιξες κουβέντα στον Τάσο για τη Μαίρη; Δεν το ξέρεις οτι είναι ακόμα καψούρης μαζί της;
- Ξέρω γώ; Ε, η ζέστη, τα λόγια του παπά...

Στο 2.18 η ατάκα (από Hank, 22/07/09)Ρεκόρ καπατμά: 80 χρόνια αρραβωνιασμένοι. (από Hank, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γτπ: για τον πούτσο.

Στο Youtube υπάρχει σίγουρα, μπήκε και στο slang.gr.

-Τη βλέπεις εκείνη τη γκόμενα εκεί κάτω; Τρελό καβλί.
-Κόψε κάτι ρε, γτπ είναι, πλάκα βυζί, χάλια μούρη, μην το ψάχνεις, θέλει πολύ σιλικόνη για να στρώσει

Και στο slang.gr με άλλους δύο ορισμούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικο λογοπαίγνιο, που αναφέρεται σε μυθική μακρινή χώρα, όπου οι δίκες δεν γίνονται ποτέ (βλ. του Αγίου Πούτσου ανήμερα).

Προέρχεται από την ορολογία για την ημερομηνία δικασίμου «από αναβολή», δηλαδή μετ' αναβολής ορισθείσα, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή κωλύματος (π.χ. απεργίας γραμματέων, εθνικών εορτών, εκλογών, τήρησης ωραρίου, αποχής δικηγόρων, ανώνυμης κλήσης για βόμβα κτλ).

Ως γνωστόν, έτσι και πάρει αναβολή μια δίκη, (τουλάχιστον στην Αθήνα) συνήθως μετατίθεται η δικάσιμος στις ινδιάνικες καλένδες, ήτοι κάνα χρόνο πίσω οι αστικές και τουλάχιστον έξι μήνες οι ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα πινάκια είναι γεμάτα, δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες, δικαστές, προσωπικό, οι νεοέλληνες αλληλομηνύονται ακατάπαυστα κτλ.

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, ότι αφ’ ενός πολλοί διάδικοι -μέσω των δικηγόρων τους- παρελκύουν σκόπιμα τις δίκες, αφ’ ετέρου λόγω του παραδικαστικού (που δίνανε αβέρτα αναβολές/προτιμήσεις δικασίμων σε «ημετέρους» και παραγράφονταν ή προηγούνταν αντίστοιχα οι υποθέσεις τους κτλ) και των πειθαρχικών ποινών που έπεσαν, οι δικαστές είναι στριμωγμένοι και πλέον δε θέλουνε να δώσουν αναβολή, ακόμη και αν υφίσταται νόμιμη και εύλογη αιτία, καταντώντας σκληροί για να φανούν αδέκαστοι.

Υποτίθεται ότι δεύτερη αναβολή δίδεται με εξαιρετική φειδώ και μετά σε καμία περίπτωση, αλλά δε βαριέσαι; Όλο και κάτι θα προκύψει και η δίκη θα τραιναριστεί στο έπακρο κι ο κοσμάκης θα ταλαιπωρείται μέχρι να βρει το δίκιο του.

- Έγινε σήμερα το δικαστήριο;
- Μπάαα! Κάποιος πήρε τηλέφωνο για βόμβα πάλι, μέχρι να εκκενωθεί το κτήριο, μέχρι να ’ρθουνε οι μπάτσοι με τον Αζόρ να ψάξουνε, μέχρι να ξαναμπούμε, πήγε τρείς η ώρα, τελείωσε το ωράριο και η γραμματέας κατέβηκε απ’ την έδρα...
- Δηλαδή πήγε Άπω Αναβολή η υπόθεση;
- Κάπως έτσι. Ποιός τον ακούει τον πελάτη τώρα! Τρίτη φορά που δε γίνεται η δίκη!

Μπούχτισα πια! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει επικείμενον λούτσο (μεταφορικά ή και κυριολεκτικά). Μερικώς παρόμοιο με την φράση κάνε χωρίστρα κι έρχομαι, δεδομένου ότι, μόνον η έκφανσή της: ετοιμάσου κι έρχομαι να σε γαμήσω έχει εδώ εφαρμογή, ενώ το ρήμα μεριάζω βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τη λέξη κωλομέρια, ως προς την προετοιμασία - αναμονή ψωλιάς...

Εκ του γνωστού ποιήματος Ο βράχος και το κύμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, όπου προσωποποιείται ο βράχος ως Τούρκος και το μανιασμένο κύμα ως Έλλην, που αποζητεί διψασμένος το λυτρωμό του! Όλως παραδόξως, μια απλή αντικατάσταση του βράχου σε κώλο και του κύματος σε λούτσο, αρκεί, ώστε να αποδίδεται διττώς το ίδιο νόημα (κοίτα ο διάολος!). Ιδού το ποίημα.

- Έξι-πέντε! Αφήνεις παραμαμά! Έτσι και φέρω πεντάρες, την πούτσισες!
- Ωχ! Πεντάρια! Σκατά έφαγες;
- Μέριασε κώλε να διαβώ!

(από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία προκύπτει από την ενστικτώδη διάγνωση ότι τα υγρά του αντικειμένου του πόθου διακρίνονται από την γλυκιά τους γεύση, την ωραία μυρωδιά και ενδεχομένως από θεραπευτικές ιδιότητες. Παίζει επίσης και η προσμονή της αγιοσύνης μετά την κατάποση, ιδιότητα που, αν και αποδίδεται από την εκκλησία στην μαυροδάφνη, εντούτοις και άλλες ουσίες την διεκδικούν.

Τυχόν ταύτιση του λήμματος με την πασίγνωστη έκφραση: «Σφάξε με αγά μου να αγιάσω» είναι υπό συζήτηση.

-Πω ρε μάγκα τι κόμματος είναι τούτος;
-Πού ρε συ;
-Να πίσω σου. Χύσε πασά μου να μεταλάβω!!!

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο coolέζικη έκδοση του τα παίρνω στο κρανίο.

- Coolάρισε ρε μαλάκα, μην ταπηροκρανιάζεσαι αμέσως.

τάπηρος (από allivegp, 29/07/09)

Δες και ταπηροκρανίαση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified