Further tags

Χαρακτηρισμός ατόμου που από το πολύ κάπνισμα παράνομων ουσιών (φούντα) έχει χάσει πάσα επαφή με την πραγματικότητα.

Δύο φίλοι πίνουν καφέ στο snowbar 2069m στο χιονοδρομικό κέντρο Καϊμάκτσαλαν, χαζεύοντας τύπους να κάνουν άλματα με snowboard, οι οποίοι πέφτουν με απίστευτους και οδυνηρούς τρόπους και αμέσως σηκώνονται και συνεχίζουν γελώντας.

- Καλά ρε φίλε ματά από τέτοιους «μπίστους» πως συνεχίζουν;
- Τι περιμένεις... πιτσιρικάδες ποκαφούντας είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που κουβαλάει τα πιο άχρηστα πράγματα μαζί του, αλλά και τα χρήσιμα τα οποία σπάνια βρίσκονται γρήγορα. Αναφορά στον ήρωα-καρτούν της δεκαετίας του 70-80.

- Ρε συ, έχεις κανα στυλό;
- Ορίστε...
- Πωπω, ποιος είσαι ρε μαν, ο σπορτ μπίλλυ;

Το intro του παιδικού στην ελληνική (από mpiftex, 25/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρότυπο ζωής που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν θέλει ευθύνες και γουστάρει μόνιμη χαλαρότητα.
Η μια λέξη κλειδί του προτύπου είναι η λούφα, με την έννοια της αποφυγής της εργασίας που, προκειμένου να επιτευχθεί, επιλέγονται τεχνικές που ακούν στο όνομα: μπαλάκι, αναρμοδιότητα, υποτιθέμενο πνίξιμο στη δουλειά, κλπ και η άλλη είναι η τούφα (ο ύπνος). Αρκετοί νεοέλληνες επιθυμούν έναν τέτοιο τρόπο ζωής, ενώ στο δημοσιοϋπαλληλικό βίο θεωρείται standard. Όσοι δημόσιοι υπάλληλοι προέρχονται από ιδιωτικό τομέα είναι συνήθως ασύμβατοι με το πρότυπο και πήζουν μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να γίνουν λούφεν τούφεν compatible.

- Μού 'λεγε ο Δημήτρης πως θέλει να συμμετάσχει στις προσεχείς εξετάσεις του ΑΣΕΠ για να διοριστεί στο δημόσιο γιατί γίνονται λέει στην εταιρεία που δουλεύετε μειώσεις προσωπικού. - Πίπες. Συνάδελφοι είμαστε. Ξέρω την κατάσταση από μέσα. Δεν γίνονται μειώσεις προσωπικού. Απλά ο Δημήτρης είναι γνωστός λούφεν τούφεν και με τις βλακείες που κάνει κινδυνεύει να απολυθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γκόμενας που έχει αφομοιώσει και μετεξελίξει την έννοια του φεμινισμού. Δυναμική και γλωσσοκοπάνα, παίρνει τον αέρα από το πρώτο δευτερόλεπτο από οποιονδήποτε άντρα συναναστρέφεται και προσπαθεί αέναα να αποδείξει πως μία κοπέλα μπορεί να κάνει με άνεση και τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άντρας. Κατά συνέπεια, ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές συμπεριφορές αναγνώρισης της girl power γκόμενας είναι:
- πάει μόνη της διακοπές με σκηνή και συφιλιάζεται όταν κάποιος άντρας της υποδεικνύει πώς να τη στήσει (ακόμη κι αν βάζει τους πασσάλους πριν τις μπανέλες),
- σε κάθε περίπτωση επιμένει να οδηγάει αυτή αμάξι και παίρνει ανάποδες όταν κάποιος άντρας προθυμοποιείται να της κάνει κουμάντο για να παρκάρει,
- ενώ έχει την κατατομή της Όλιβ, προσπαθεί να σηκώσει βάρη που σηκώνει στο ζετέ ο Καχιασβίλι και (φυσικά) δαιμονίζεται όταν κάποιος άντρας προσφέρεται να τη βοηθήσει στο κουβάλημα.

- Ρε Γιάννη, δεν τη βοηθάμε λίγο τη Μαιρούλα να παρκάρει να φεύγουμε;
- Τρελός είσαι, κουμάντο στη Μαίρη την girl power;;; Τη θέλω τη ζωή μου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η οποία ψάχνεται.

Για εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, από το αγγλικό desperate σε συνδυασμό με την γνωστή ταινία.

  1. - Τι ντεσπεράντο είναι αυτή η Αλέκα ρε μαλάκα. Με παίρνει συνέχεια για να βγούμε αλλά είναι μπαζόμπαζο.

  2. - Καλά, ναυάγιο αυτό το μπαρ, τίγκα στη ντεσπερίλα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μεγάλο ψεύτη (κατ' αντιστοιχία με το Βαρόνος).

Εικάζεται ότι ο Τσαρώφ είναι ιστορικό πρόσωπο, κανείς όμως δεν ξέρει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι έδρασε στη Ρωσία κατά την εποχή των Μεγάλων Τροβαδούρων του 16ου αιώνα.

- Μου είπε ο Κρις ότι ο Ντάνης έρχεται σε μια βδομάδα.
- Μην τον ακούς ρε, αυτός είναι μεγάλος Τσαρώφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.

Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοαγγλική, ακόμη πιο σλανγκ, εκδοχή του «μας κούφανες».

Προς σλαγκιστή που άστραψε με κουφό λήμμα:
-You koufed us, μεγάλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified