Further tags

*Κάτι που - στην πραγματικότητα - δεν είμαι (ή είναι κάποιος), ή *Κάτι που δεν πρόκειται να γίνει, κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί.

  1. -Ωραία κοτσίδα! Αφήνεις μαλλί;
    -Ναι, ναι Μακλάουντ και καλά...

  2. -Θα έρθει ο Αντώνης τελικά για Καφέ;
    -Ναι, ναι Μακλάουντ και καλά... αφού μας έχει φτύσει τελευταία.

Επίσης χωρίς τα «ναι» - Μακλάουντ και καλά. Βλ. και και καλά, καικαλούας/-ού, ντεμέκ, καικαλάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λογαριασμός (bill, μπίλι), που σε σκοτώνει, λ.χ. σε εστιατόριο, ή από μάστορα. Λογοπαίγνιο με την ταινία του Ταραντίνο.

- Μου έδωσε ο μαστρο-Βασίλης τον λογαριασμό κι ήταν κιλ μπιλ! Ήθελα να τον σκοτώσω τον μπούστη!

Ποιος θα την πληρώσει τη νύφη; (από Hank, 22/01/09)Kill Bill Spanoulis (από Hank, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στυλ μαθητών, που μοιάζουν με Γαρδέλη. Κοπάνα από σχολείο, η τσάντα στον ώμο και μηχανάκι.

Πάλι ρόδα, τσάντα και κοπάνα ο Σταμάτης σήμερα. Αλλά με ένα γκομενίδι στην πλάτη του μούρλια!

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα για Κεντέρη και Θάνου! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρωδία που έμεινε να χαρακτηρίζει τις ταινίες και βιβλία με ήρωα τον μάγο Χάρρυ Πόττερ, οι τίτλοι των οποίων κατασκευάζονται με παρόμοια τεχνική που σύντροφος σλανγκιστής εντόπισε στην κατασκευή τραγουδιών του Φοίβου, ήτοι με title-generator και film-generator. Γενικότερα δηλώνει κάθε παραπλήσια αμερικλανιά. Οι τίτλοι σχηματίζονται με το όνομα του υπερήρωα, κι ένα μυθικό-χιμαιρικό-μυστικιστικό υπεραντικείμενο που θα σαγηνεύσει το μαγικό ενδιαφέρον του Χάρρυ μέχρι το επόμενο μπεστ-σέλλερ. Το μόνο βέβαια γνήσιο ταχυδακτυλουργικό είναι πώς έχουν καταφέρει να βγάλουν τόσα λεφτά από την τσέπη μας και να τα βάλουν στην δική τους. Στην σλανγκική παρωδία, το ενδιαφέρον του μαθητευόμενου μονοπωλείται από το δοχείο νυκτός του, ήτοι το καθικάκι του. Ο παρωδιακός τίτλος κυκλοφορεί με δύο παραλλαγές, είτε Πρώκτερ για να συμφωνεί με το «δοχείο νυκτός», είτε Πόττερυ για να συμφωνεί με το «πήλινο». Θέμα της ταινίας είναι η δυσκοιλιότητα του σφιχτομούρη Χάρρυ Πρώκτερ, αλλά και κάποια ευκοίλια απρόοπτα. Μια ταινία με σασπένς για όλη την οικογένεια.

Σημειωτέον ότι το «Χάρρυ Πρώκτερ» αποτελεί και υπαινιγμό ότι ο Χάρρυ μπορεί τελικά και να το υψώνει το μαγικό ραβδάκι... Ή τέλος πάντων να είναι καθηλωμένος στο «πρωκτικό στάδιο» ανάπτυξης.

  1. Ο Χάρι Πότερρυ και το πήλινο Δοχείο Νυκτός, γιούπι, γιούπι, ο ξινομούρης σφίγγεται, δεν το κουνάει ρούπι. Τα λόγια περιττωματεύουν. Με έξτρα άμυλο και σκηνοθετικά εφάμιλλο της Λίμνης των Στεναγμών. Ο Λεκτικός έρχεται και στην κορφή Κρουέλα. (από χρήστη του φόρουμ του Αθηνοράματος με υψηλό δείκτη σλανγκοσύνης)

  2. – Πάμε να δούμε στο σινεμά το «η Αυτοκρατορία ξαναμανα-αντεπιτίθεται»; Είναι το ενδέκατο σίκουελ του Star Wars.
    – Να πάμε! Μόνο μην είναι κανένα «Ο Χάρρυ Πρώκτερ και το πήλινο δοχείο νυκτός» κι αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που βγήκε από την ταινία «Το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο» (βλ. παράδειγμα 1) και χρησιμοποιείται σήμερα με χιουμοριστική διάθεση (βλ. παράδειγμα 2).

  1. ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ (ΤΣΑΓΑΝΕΑΣ): - …μα πού ακούστηκε… πού ακούστηκε βεβαίως βεβαίως… ο πρώτος τυχόν Φλωράς να σηκώνει το χέρι του και να χτυπά μίαν Παπασταύρου, την κόρη του Θεμιστοκλέους Παπασταύρου… του Θεμιστοκλέους, βεβαίως βεβαίως.

  2. - Θα δοκιμάζατε να κάνετε μια παρτ του παρτ (part to part) συναρμολόγηση του υπολογιστή σας;
    - Βεβαίως («του Θεμιστοκλέους βεβαίως βεβαίως»).
    Δεν έχω φραγμούς στο σεξ... εννοώ στο κομπιούτερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας έκανε ένα update της παραδοσιακής έκφρασης, λέγοντας σε μια συνέντευξη ότι η απόλυτη φαντασίωσή του θα ήταν να περάσει μια ειδυλλιακή βραδιά με την γνωστή ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα στην Κορώνη, ώστε να μπορεί να αναφωνήσει: «έχω Μπάρμπα στην Κορώνη»!

-Ποια είναι η μεγαλύτερη φαντασίωσή σας;
-Να έχω Μπάρμπα στην Κορώνη!

Μπάρμαν στην Κορώνη... (από HODJAS, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση μπαίνει βγαίνει χιλλ προέρχεται από τη συνένωση της φράσης: «Μπένι Χιλλ», με τη φράση «Μπαίνει βγαίνει».

Η πρώτη παραπέμπει στο σόου του Άγγλου κωμικού ηθοποιού Benny Hill (Μπένι Χιλλ), το Benny Hill show, το οποίο ήταν σόου χιουμοριστικού χαρακτήρα που περιείχε πικάντικα σεξουαλικά πειράγματα. Εκεί ο Βenny Hill μηχανευόταν διάφορα τερτίπια με στόχο να γδύσει ωραίες κοπέλες.

Η δεύτερη φράση παραπέμπει στις εισαγωγές-εξαγωγές του ανδρικού μορίου κατά τη σεξουαλική πράξη.

Ας εστιάσουμε όμως λίγο και στη λέξη χιλλ. Ως σύντμηση της λέξης χίλια παραπέμπει στη φράση: με τα χίλια, που παραπέμπει στη λέξη ένταση, ενώ παράλληλα η λέξη Χιλλ (αγγλιστί Hill που σημαίνει στα ελληνικά λόφος) παραπέμπει σε κορύφωση.

Άρα η φράση Μπαίνει βγαίνει χιλλ υποδηλώνει το εντεινόμενο μπαινοβγάλσιμο του ανδρικού μορίου με στόχο τη σεξουαλική κορύφωση. Η φράση κάνοντας παραπομπές στο Benny Hill show δίνει χιουμοριστική χροιά, ενώ σαφές είναι πως ο όρος συσχετίζεται και με τον όρο επαναληπτική καραμπίνα.

Συζήτηση φίλων
- Τι λες; Πάμε το βράδυ για καφέ;
- Οχι... όχι φίλε. Το βράδυ παίζει μπαίνει βγαίνει χίλλ με την Έλενα. Οπότε... κωλυόμενος.

(από GATZMAN, 26/10/08)(από GATZMAN, 26/10/08)

Jackie Wright (1905 - 1989). O  γεράκος που έτρωγε συνέχεια καρπαζιές στην φαλάκρα από τον Benny... (από Vrastaman, 26/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά φράση που εμπνεύστηκε από τη μαγκιά, την αντρίλα και το ζοριλίκι που απέπνεε στους κινηματογραφικούς του ρόλους ο γνωστός έλληνας ηθοποιός. Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε είχαν κοινό παρονομαστή την «σκληράδα» που δεν του επέτρεπε να κωλώνει πουθενά και μπροστά σε τίποτα - σε κακούς, καλούς, άντρες, γυναίκες, με ιδιαίτερη σπεσιαλιτέ τα τσαμπουκαλέματα πάσης φύσεως.

Ο Γιώργος Φούντας απόδωσε αυτούς τους χαρακτήρες με τόσο ζήλο που η υποκριτική του τέχνη παραστρατούσε συχνά-πυκνά προς τη γραφικότητα και την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση όμως άφησε εποχή με την έντονη παρουσία του στον ελληνικό (και διεθνή κάποιες φορές) κινηματογράφο των δεκαετιών του '50 και του '60.

Αυτή η γραφικότητα και η υπερβολή αποτυπώθηκαν σε αυτήν την φράση που λεγόταν/λέγεται όταν κάποιος είναι στα πρόθυρα λήψης ρίσκου, λίγο πριν προβεί σε απονενοημένο διάβημα που (εκ πρώτης τουλάχιστον) φαίνεται καταδικασμένο. Λέγεται από κάποιον είτε αυτοσαρκαστικά ή με κομπασμό για το μέγεθος των αρχιδιών του (αναλόγως των αποθεμάτων χιούμορ που διαθέτει).

1
- Ρε φίλε αυτό το Μαράκι το γουστάρω τρελά, λέω στα σοβαρά να της πω να πάμε για κανά ποτάκι...
- Πού πα ρε Καραμήτρο; Το Μαράκι είναι γκόμενα χλιδάτη, με τα φράγκα του μπαμπάκα της, να τρέχει στα Παρίσια κάθε τρεις και δύο, είναι γι' άλλα κόλπα το κορίτσι... εσύ με τις τρεις κι εξήντα θα την βγάζεις στα παγκάκια για πασατέμπο; Φιρί φιρί πας να την φας τη χυλόπιτα...
- Γάμησέ μας ρε Αλέκο… σε είδαμε κι εσένα, όλο μη αυτή και μη εκείνη, στο τέλος όλο με τη χείρα με τα πέντε ορφανά τη βγάζεις! Εγώ θα της μιλήσω κι ας φάω και χυλόπιτα στο φινάλε! ε μα πια, σιγά μην κωλώνει ο Φούντας!
- Ε καλά ρε μεγάλε, δεν είπαμε και τίποτα, πάω πάσο… αφού γουστάρεις, έμπαινε!

2
Διάλογος μεταξύ ταβλαδόρων πάνω σε κρίσιμη στιγμή στο πλακωτό:
- Καλά ρε μαλάκα, είσαι με τα καλά σου; την παραμάνα σου αφήνεις;!
- Γιατί ρε; κωλώνει ο Φούντας;

Κωλώνουν ο Βούδας, ο Φούντας, το πεζικό στην κατηφόρα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σατιρική παραφθορά της έκφρασης «άλλ' αντ' άλλων». Έχει νόημα μόνο γραπτώς. Παραπέμπει στον ηθοποιό Αλέν Ντελόν.

- Πήγες στην εκδήλωση;
- Ναι, αμέ...
- Και;
- Ε τι και... Άλαν Ντάλον έλεγε το γαμίδι το πρόγραμμα. Ούτε εκδήλωση ούτε τίποτα. Οι πόρτες κλειστές. Η ημερομηνία ήταν λάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified