Παροιμία του Πόντου (πάντα με επιφύλαξη) που λέγεται σε περιπτώσεις ατελέσφορων προσπαθειών, έντονα χρωματισμένο με κυνισμό και ειρωνεία. Εμφιλοχωρεί ένα μνησίκακο «σ' τα 'λεγα».

Πανίκας: (μπουκωμένος με πισία*) Τι έκανες σήμερα;
Κωστίκας: Πήγα ώς την Εφορία, αλλά είναι Καθαρά Δευτέρα και το 'χα ξεχάσει.
Πανίκας: Σ' το 'πα ρε σήμερα το πρωί ότι είναι γνωστοί λουφαδόροι στην εφορία μας και θα την είχαν κάνει για τριήμερο, ή όχι; Βόδι πήγες, μοσχάρι γύρισες.


*πισία (τα): παραδοσιακό ποντιακό γλυκό. Ο ενικός αριθμός αγνοείται και αναζητάται. Απανταχού σλανγκολάγνοι, βοηθάτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας): Ειρωνικά το «κελεπούρι», η «μεγάλη ευκαιρία», δηλαδή ουσιαστικά carbon el tesoro (άνθρακες ο θησαυρός).

Προκειμένου όμως να μη φάμε και κανάν αφορεσμό απο το μουφτή της Ροδόπης ταις πρεσβείαις του Χάνκοντος ένεκα σημειολογικού σφάλματος, θα αποκοτήσωμεν μετ' επιφυλάξεως και την ερμηνείαν της φράσεως ως πύρρειο νίκη:

Ήτοι, δεδομένου οτι τα παλαιά χρόνια (;) οι πρόθυμοι γαμβροί ήσαν δυσεύρετοι, σε περίπτωση κουκουλώματος νεάνιδος μανι-μάνι με κάποιον αχαΐρευτο, επληρούτο ο πόθος της μαμάς, αλλά κατ' άτι κουτσουρεμένος. Γαμπρός μεν, απ' τα Μονόσπιτα δε. Προβλέπεται απογοήτευση και δυστυχία με τέτοιο γαμπρό, τον εκ του χωρίου Μονοσπίτων Ημαθίας ορμώμενον.

Χρησιμοποιείται και αυτοσαρκαστικώς, όταν κάποιος αναλαμβάνει εγχείρημα, το οποίον είναι πέραν των δυνάμεών του, ένεκα ελλείψεως σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κυρίως οικονομικής ευρωστίας δηλαδή «πού πάω εγώ τώρα, τί τα θέλω εγώ αυτά, αφού δε με παίρνει, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα...», κατά την έννοια της παροιμίας «ο ποντικός στην τρούπα του δε χώραγε, κωλοκύθια έσουρνε».

Οι δημοσιογραφίσκοι, μάθανε προσφάτως τη λέξη «πολύφερνος» και τηνε τσαμπουνάνε όπου λάχει. Δε διστάζουν μάλιστα πανάθεμά τους να μιλούν και για πολύφερνους γαμπρούς / υπουργούς (sic), ενώ η «φερνή» ήταν τα αρχαία χρόνια (επί Ελλήνων) η προίκα που ελάμβανε η γυναίκα βέβαια, προκειμένου να παντρευτεί και φυσικά πολύφερνη είναι η νύφη που φυσάει το παραδάκι. Εξ ου και το λατινικό «παραφερνάλια» του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προέρχεται απο το ελληνικό «παράφερνα» δηλαδή τα προικώα αντικείμενα εξαιρούμενα της κυριότητας του αντρός της (π.χ. κειμήλια, προσωπικά της αντικείμενα κτλ). Άλλωστε, αποκλειστικά δικαιώματα σε πράγματα, έχει η σύζυγος και σήμερα, όπως το σημερινό λεγόμενο «εξαίρετο» του κληρονομικού δικαίου, δηλαδή την οικοσκευή που δικαιούται να λάβει η σύζυγος του τεθνεώτος, πέραν της νομίμου μοίρας της. Η λέξη «παραφερνάλια», πρόσφατα χρησιμοποιείται ως «συμπαρομαρτούντα» ή αυτά που κουβαλάει κάποιος μαζί του, τσουμπλέκια, τσετζερεδικά, τα πάντα όλα). Ο γαμβρός λοιπόν αυτός φαίνεται, όχι μόνον φερνή δεν είχε (sic),αλλά ήταν και τελείως αναξιόπιστος, αχαΐρευτος, ακαμάτης κοινώς: Κοπρίτης.

Τώρα, γιατί το συγκεκριμένον χωρίον παρήγαγεν μαζικώς ελαττωματικούς γαμβρούς, μάλλον θα μείνει άλυτον μυστήριον, στα βάθη της λάσπης του κάμπου του Ρουμλουκιού, μαζί με τα μυστικά του βάλτου...

Την έκφραση χρησιμοποιούν κυρίως γηραιοί Ναουσαίοι, χωρίς ωστόσο να δύνανται να την ερμηνεύσωσιν καίτοι ο υποφαινόμενος τους έχει επανειλημμένως τσιγκλήσει. Φαίνεται όμως, οτι οι εν Ημαθία νύμφαι, είχαν πάθει στο παρελθόν πολλά χουνέρια, δεδομένου οτι υφίσταται παρεπιδημούν χωρίον ονόματι «Ξεχασμένη», χάριν νύφης που την απαράτησεν ο γαμβρός προ του μυστηρίου, αναχωρήσας προς άγνωστον κατεύθυνσιν και αφήσας αυτήν να περιμένει τον αγύριστο...

Εξ άλλου, ο μόνος συνεπής και πολύφερνος νυμφίος που είδαμε ποτέ να έρχεται εν Ελλάδι, ήταν ο Καραμαλής το '74, c'est ça;

Παρόμοια: Πού σε πέτυχα, εσύ μας έλειπες, προκομμένη μου Ζαΐρα πού σε βρήκα και σε πήρα, κονομήσαμε, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ψωνίσαμε απο σβέρκο, θα μου κάνεις το κόκκινο αυγό κ.τ.λ.

  1. - Ανέλαβε σήμερα υπουργός ο τάδε! Άιντε μπας και δούμε καμιά άσπρη μέρα...
    - Μμμμ... γαμπρός απ' τα Μονόσπιτα! Μωρέ δε με παρατάς λέω γώ με τον κερχανατζή;

  2. Τί το’ θελα εγώ το δάνειο απο τη Γιούρα-μπάνκ; Ορίστε τώρα, μου παίρνουνε το σπίτι οι κουφάλες! Με τρείς κι εξήντα, που να τα βγάλω πέρα, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή, της οποίας η αυθεντική προφορά είναι απ΄ Αγιάσιου τσι Πλουμάρ΄ μήδι Γναίκα μήδι Μλάρ, ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών αποφθεγμάτων τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

Ο ευρισκόμενος στην νεκρική του κλίνη παππούς παιδικού μου φίλου από την Ερεσό Λέσβου, μου το ψιθύρισε στο αυτί δίκην ευχής και κατάρας πριν αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και δεν επρόκειτο για κύκνειο χιούμορ, ο παππούς ήταν απόλυτα σοβαρός.

Στον ίδιο αυτόν αναπαυόμενο εν ειρήνη παππού οφείλεται και η υπέροχη λέξη πουτσύλατο.

«...κάποιος ξένος είχε αγοράσει ένα μουλάρι από Αγιάσο το οποίο ήταν μαύρο αλλά μόλις έβρεξε αποδείχτηκε ότι ήταν βαμμένο με Φούμο και έγινε γκρι.Σε κάποιον άλλον ξένο προξένευαν μια γυναίκα για παρθένα και κατά την διάρκεια του κρίσιμου test αποδείχτηκε το άκρως αντίθετο.( Η προέλευση της γυναίκας και του Μουλαριού αλλάζουν ανάλογα με τα χωριά).Τώρα η αλήθεια πια είναι τρέχα γύρευε! (…) Από κοινωνιολογικής πλευράς έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της γυναίκας με το ζώο εργασίας...»

(Από το Ρεμπέτικο φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.

Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.

Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.

Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.

Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.

«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified