Further tags

Άσχημη γυναίκα, πατσαβούρα.

- Και τη βλέπω χωρίς μακιγιάζ και παθαίνω! Η Πάτσα και η Βούρα μαζί σου λέω!

Buddha Pesto (από Vrastaman, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.

Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...

Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδεικνύει ομοφυλοφιλία. Προέρχεται από τον τρόπο που κάθονται ή και καπνίζουν οι ομοφυλόφιλοι, με τον καρπό γυρισμένο προς τα έξω.

- Ρε κοίτα εκεί στην γωνία, η Ρούλα με έναν τύπο. Λες να βρήκε γκόμενο; - Τι γκόμενο ρε συ, δεν τον βλέπεις τον τύπο πως τον σπάει τον καρπό, φιλενάδες είναι.

Δες επίσης και καίω τη βάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία ενδείκνυται σε περιπτώσεις περιγραφής απίστευτης ασχήμιας.

Τι σου αρέσει στη Μαρία την άσχημη;; Σαν κινούμενη χλέπα είναι...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη, κοντή αλλά και χοντρή γκόμενα. Η φράση περιγράφει κυριολεκτικά το θέαμα!

-Πώς είναι έτσι αυτή ρε;; Σαν κεφτές με πόδια!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.

Ρε σάπιε με τη Λόλα πηδιέσαι; Πήγα πέρυσι διακοπές με τη φρου-φρου και μας άκουσε όλο το κάμπινγκ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη λέξη υπερπαραγωγή (hyper production στα εγγλέζικα). Χρησιμοποιείται για γκόμενα που εκτός του ότι είναι αλάβαστρο και τοπαδούρι συνδυασμός, το φοράει όλο το σύνολο από underwear μέχρι shoewear, μαλλί και make-up πολύ σωστά έτσι ώστε να μοιάζει με υπερπαραγωγή του Ηollywood, ενώ μια άλλη μοιάζει με παραγωγή ουζμπεκιστανού σκηνοθέτη με αφιέρωμα στους αρκουδο-entertainers.

- Πω τι σκάει. Χάιπερ προντάξιον!!!
- Ναι ρε yo. Πού πάει η γκομενα "τρέμουν τα πεζοδρόμια".
- Tοπαδούρ μαλάκα.
- Χάιπερ... Χάιπερ προντάξιον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούστης, ντιγκιντάγκας, κίναιδος, καταπυγών.

- Τα 'μαθες ρε; Πιάσανε λέει τον Χατζηγιάννη στο κρεβάτι με τον Αλέκο Αλαβάνο!
- Χα χα! Φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα ο Μιχαλάκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified