Αντιστροφή του τίτλου γνωστού μυθιστορήματος της Κατερίνας Τσεμπερλίδου «Όχι πια sex, μόνο φίλοι».

Λέγεται συνήθως από απηυδισμένα αρσενικά, που έχουν αποτύχει στις σχέσεις ακολουθώντας τη «φιλική» μέθοδο προσέγγισης και πόρευσης.

- Πάει κι η Ζωίτσα φίλε μου... μου τα φόρεσε. Φταίω εγώ, που την είδα και φιλαράκι της. Από δω και στο εξής όχι πια φίλοι, μόνο sex...

δες την αλλιώς... (από Jonas, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλος-χρόνος-κλασικό χίπικο σύνθημα. Θυμίζει και sex, drugs & rock n' roll, θυμίζει και Jean-Jacques Rousseau για τα καλά του φυσικού ανθρώπου. Το νόημα είναι η επιστροφή στις φυσικές αξίες, όπως το γαμήσι, μακριά από τις επιτηδεύσεις του καπιταλισμού και με λίγο χασισάκι για ακόμη μεγαλύτερο πασιφισμό. Σύγκρινε: Αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι.

«Χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση» το νέο σύνθημα ζωής του Πέρι απ' όταν πήγε να ζήσει στο Αμπιτζάν. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την ζούγκλα, τον Πιερ, και τον Ουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.
(Σ.ς.: Μετά φταίω εγώ που τον κράζω σε κάθε παράδειγμα;).

Αααα, η φύση... (από Galadriel, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Πολλές φορές κάποιος που πάει κάποιον, τον αποκαλεί ωραίο, με την έννοια πως έχει γαμάτο χαρακτήρα.

Θα μπορούσε λοιπόν, κάποιος άλλος (μιλάμε για ετεροφυλόφιλο, γνωστό του πρώτου ομιλητή), που δεν έχει την ίδια γνώμη με τον πρώτο ομιλητή για τον θεωρούμενο ωραίο και θέλει να αντιδράσει σ' αυτό που άκουσε, να απαντήσει με ειρωνικό στιλ: «χύνω όταν τον βλέπω», κάνοντας κατάλληλες κινήσεις της γλώσσας του σώματος (ανασήκωμα των βλεφάρων, κούνημα κεφαλιού, αργόσυρτη φωνή, κ.λπ.).

Τι πετυχαίνει έτσι;

Δίνει απαξιωτικά και ειρωνικά, με έμμεσο τρόπο, στον άλλο να καταλάβει, πως έχει εντελώς διαφορετική άποψη. Γι’ αυτό και δηλώνει εμφατικά «χύνω όταν τον βλέπω» (άτοπο: και το ερωτικό άναμμα, αλλά και προφανώς η αμεσότητα εκσπερμάτωσης), σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος του, την ώρα που λέει την ατάκα (βλ. παράγραφο 2).

Είναι προφανές, πως μέσω αυτής της αντίδρασης του, έχει μέσα του μαζεμένα τα... φορτία, για τον ωραίο της υπόθεσης. Η εκφραστικότητά του δε, μπορεί να γίνει τόσο αποτελεσματικότερη, όσο πιο ενθουσιώδης εμφανίζεται ο πρώτος ομιλητής.

Μήτσος:
- Πολύ τον πάω το Γιάννη. Φανταστικός τύπος! Ωραίος!
Πέτρος (με ειρωνικό ύφος):
- Ναι βέβαια. Τι να σου πω; Χύνω όταν τον βλέπω!

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται και από τους ιστιοπλόους (ειδικά στους αγώνες) τις στιγμές της μεγάλης απελπισίας λόγω της άπνοιας.

- Και πώς τα πήγατε την Κυριακή στον ιστιοπλοϊκό αγώνα;
- Πώς να τα πήγαμε, μαύρη απελπισία. Δεν καταφέραμε καν να τερματίσουμε.
- Άπνοια;
- Άσ' τα μεγάλε, τι να σου λέω; Δεν κουνιόταν πούστης!!!

No wind today!!! (από pointman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση φού και φού συναντάται αρχικά σε ανέκδοτο όπως φαίνεται ξεκάθαρα και στο παράδειγμα.

Παραπέμπει στην έκφραση «πού και πού», η οποία σημαίνει «κάποιες φορές», επισημαίνοντας την όχι και τόσο συχνή επανάληψη κάποιας πράξης και η οποία έκφραση γίνεται «φού και φού» όταν εκφέρεται από κάποιον γηραιό/γραία ιδίως φαφούτη/α, οπότε και τα χειλικά κοφτά «Π», γίνονται δασέα «Φ».

Το ανέκδοτο: Ήταν δύο γριές φαφούτες και λέει η πρώτη στην δεύτερη: «μωρή κάνεις καμιά φίφα;» Και η δεύτερη της απαντάει: «φού και φού!»

η αναφορά και από τον Γεωργίου Γιώργο (από Malinowsky, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και οι γυναίκες γενικώς δρουν περίεργα και ακατανόητα για το ανδρικό μυαλό, η συμπεριφορά τους τείνει να φλιπάρει σε συγκεκριμένες εποχές, κυρίως όταν περνούν περιοδεύον ή κλιμακτήριο ή όταν πέφτει αγαμησιά. Κατά τις εποχές αυτές η συμπεριφορά της γυναίκας τείνει προς το ανελέητο πρηξαρχίδι και όσοι/-ες συσχετίζονται μαζί τους οφείλουν να προσέχουν πολύ καλά τη συμπεριφορά τους, καθώς μια σπίθα είναι αρκετή για να προκαλέσει ολική καταστροφή!

Όοοοολα λοιπόν αυτά τα προβλήματα που αποσταθεροποιούν την γυναικεία συμπεριφορά ονομάζονται με μια λέξη γυναικολογικά. Κάποια έχει τα γυναικολογικά της όταν συμπεριφέρεται αλλόκοτα: είναι δηλαδή κάπως, γκρινιάζοντας, φρικάροντας και πιθανώς φτάνοντας στα όρια της υστερίας χωρίς λόγο και αιτία. Πολλές φορές η έκφραση έχω τα γυναικολογικά μου χρησιμοποιείται και για πισωγλέντηδες (για ευνόητους λόγους), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και για άντρες που συμπεριφέρονται υστερικά.

  1. - Μωρό μου με αγαπάααας;
    - Ναι μωράκι μου...
    - Όλο εγώ σε ρωτάω όμως...
    - Αφού στο είπα πριν από πέντε λεπτά!
    - Εγώ θέλω να μου το λες συνέχεια!
    - Ε μα δεν μπορώ να στο λέω όλη την ώρα!
    - Το ήξερα ότι δεν με αγαπάς!!!
    - Μα όχι, δεν είπα αυτό...
    - Όχι αυτό είπες, με έχεις βαρεθεί!
    - Δεν μου λες, τα γυναικολογικά σου έχεις; Άσε με στην ησυχία μου!
    - Σλαπ!!! (ο ήχος της σφαλιάρας)
    - Ωχ!!!

  2. - Λύσσαξε η γριά όλο το πρωί να ετοιμάσω τα έγγραφα! Άσε που καθόταν πάνω από το κεφάλι μου και με ξέχεζε συνέχεια ότι καθυστερώ και δεν τα κάνω σωστά!
    - Τι έπαθε;
    - Ξέρω κι εγώ; Γυναικολογικά...

  3. - Τι έπαθε πάλι ο Παναγιώτης και χάλασε τον κόσμο στην πρόβα;
    - Τι να πάθει μωρέ, τα γυναικολογικά του έχει... Όλη την ώρα γκρινιάζει, δεν τον ξέρεις τι υστερικιά που είναι;!

Κι όμως! Είναι ένας υπέροχος σύζυγος! (από Hank, 03/03/09)(από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριθμός 9 κατά τους διανοητές θεωρείται σημαντικός, συμβολικός, ο αριθμός του θεού και δίνω ρέστα από δεκάρικο γενικότερα.
Η έκφραση αρχίδια 9 (εννιά) μας παραπέμπει σε καταστάσεις γάμησέ τα κι άφησέ τα, αρκετά δυσοίωνες και ευ επίφοβες.
Ονοματίζει δύσκολες στιγμές που δεν λείπουν από τον βίο κανενός και καμίας (έστω αν αυτή διαθέτει 12, 3, 27 όρχεις -πάντα όμως ακέραιο πολλαπλασιαστή /διαιρέτη του 3 (τρία) που είναι ως γνωστόν η ρίζα του 9 (εννιά).
Η χρήση της, αν και όχι τόσο διαδεδομένη, δεν στερείται νοήματος και κερδίζει πολλάκις τις εντυπώσεις.

- Και τώρα τι;
- Αρχίδια εννιά...

(από pavleas, 25/02/09)9 μπαστούνι: Τάξη, πειθαρχία, σταθερότητα, ακαταμάχητη θέση – κάθε αντίδραση θα κατατροπωθεί. Καλή υγεία. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτική / φαλλοκρατική, μεταφορική έκφραση με αποδέκτη άτομα γένους θηλυκού, που υποτίθεται ότι έχουν έντονη σεξουαλική δραστηριότητα και εναλλάσσουν πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους.
Ως γνωστόν, η διαφορά της γαμιόλας με την πουτάνα είναι ότι η πουτάνα γαμιέται με όλους, ενώ η γαμιόλα με όλους εκτός από εμάς.

Η σκύλα είναι ένα θηλαστικό, το οποίο όταν βρίσκεται σε γόνιμες μέρες (κοινώς, όταν «σούρνει») αλλάζει πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ποιος είναι ο κύων που την άφησε έγκυο.

  1. Απόσπασμα από σχόλιο διαδικτυακού forum:

«Γενικά η ηλικία των 40 ετών για τις γυναίκες είναι άκρως επικίνδυνη και οι περισσότερες γαμιούνται σαν σκύλες, σαν άνεργες πουτάνες, είναι τα τελειώματα της νιότης και αυτό τρελαίνει, τι να κάνουμε...».

  1. - Ρε Κωστάκη, πως θα γίνει να γνωρίσουμε εκείνο το μωρό που σε χαιρέτισε το Σάββατο στα μπουζούκια; Θέλω να το αγαπήσω...
    - Μη στεναχωριέσαι, η κοπέλα γαμιέται σαν σκύλα. Κάνε κίνηση και θα φας, εγγυημένα...

FACOM σκύλα μεγάλη με ράμφη κεκαμένα (από pavleas, 16/02/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται: όταν θέλουμε να περηφανευτούμε στους φίλους μας, ότι είχαμε πολύ καλές επιδόσεις στον κρεβατικό τομέα.

Επίσης, αυτή η φράση χαρακτηρίζει και την παρτενέρ στη σεξουαλική πράξη.

1ο παράδειγμα:
- Αντρίκο, τι έγινε με εκείνη την γκομενίτσα χτες ;
- Χαχα αφήστε παιδιά, είχα τέτοιες καύλες, που την γέμισα σαν γαλοπούλα!
-Άσε ρε, που τα πουλάς αυτά, αφού είσαι μικροτσούτσουνος!

2ο παράδειγμα:
Γκομενάρα: ένα μπέιλις παρακαλώ.
Μπάρμαν: (να σε είχα γκόμενα εσένα θα σε γέμιζα σαν γαλοπούλα) Έφτασε δεσποινίς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, για τις δύο βασικές υπηρεσίες που προσφέρει μια κορασίς σε ένα στριπτητζάδικο. Το θέμα έχει περιγραφεί επαρκώς στο λήμμα «χορός, ο». Απλώς, να πω ότι ο τεχνικός όρος του φαινομένου είναι «πουτό-χουρός», όπως το προφέρουν με βαριά ανατολική προφορά οι κορασίδες. Και πως υπάρχει ένα δίλημμα ποια από τις δύο υπηρεσίες θα προτιμήσει ο στριπτητζόφιλος, αν και τις δύο, με ποια σειρά κ.ο.κ. Με λίγα λόγια το «πουτό-χουρός» υπήρξε το μεγάλο δίλημμα του Νεοέλληνα στα '90ς και '00ς, όπως το «Κιθαρίστας ή ντράμερ;» του Γιοκαρίνη το μεγάλο δίλημμα των '80ς.

Γενικά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο χουρός είναι πιο φτηνός, και με κάτι εξτρά περιλαμβάνει και το περίφημο φραπέ. Ενώ το πουτό είναι γενικά πολυέξοδο και άχρηστο. Οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Πλην πολλοί το σκέφτονται σύμφωνα με την αρχή του Αριστοτέλους ότι ο σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του. Και το πουτό είναι ακριβώς η ειδοποιός διαφορά του στρηπτιτζάδικου απ' το μπορντέλο (που θα μπορούσες εξαρχής να είχες πάει). Οπότε γενικά το δίλημμα παραμένει, ή μπορεί να λυθεί πραγματώνοντας και τα δύο σκέλη, εις βάρος βέβαια της τσέπης.

Συνώνυμα: «Κεράσει πουτό καυλιάρη;» (εντάξει, λέγεται μόνο από τις πλέον χυδαίες και ανένταχτες των κορασίδων, απλώς έχει μείνει ως πάγια έκφραση).

Τα κορίτσια όμορφα αλλά λίγο με υφάκι και σπασαρχίδες για να τις πάρει κάποιος με το ζόρι για χουρό ή πουτό.
(από το γνωστό bourdela.tv)

Λίλιαν! (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified