Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατουράω ή χέζω, με άλλα λόγια πάω τουαλέτα.
Δηλαδή η λεκάνη της τουαλέτας παρομοιάζεται με την κάλπη και το ούρο/σκατό με την ψήφο.
Επίσης λέγεται συχνά και το συνώνυμο «ρίχνω μια πιστολιά».

Μάγκες μισό, πάω να ρίξω μια ψήφο κι έρχομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακαλώ με τρόπο εξευτελιστικό, προκειμένου να εξυπηρετηθώ, είμαι δουλοπρεπής, γλείφτης, κόλακας, μετέρχομαι αθέμιτων μέσων, προκειμένου να πετύχω έναν στόχο, κυρίως εξυπηρετήσεων σε ισχυρούς τρίτους.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος λέει ότι η πηγή αυτής της φράσης είναι πολύ ρεαλιστική! Ως «ποδιά» εννοείται η φουστανέλα των παλιών καλών Ελληνάρων (βλ. Αρβανίταρων, Βλάχων κ.ο.κ.) τσολιάδων μας. Οι οποίοι, κατά Πετρούπολο, δεν φορούσαν άλλο εσώρουχο, κι έτσι η Σοκολάτα-Μπανάνα πήγαινε κατευθείαν στην φουστανέλα. Το γεγονός αυτό τεκμαίρεται κι από τον ηρωϊκό θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος μέσα στο φόρτε της μάχης των Αθηνών, άρχισε τα μπινελίκια με τους Τούρκους, καταπώς λέει το σχετικό ανέκδοτο, και τότε ανασηκώνοντας την «ποδιά» του, τους έδειξε ευχερώς τον κώλο του, καθώς δεν φορούσε άλλο εσώρουχο. Στον οποίο κώλο και έφαγε, φευ, δύο σφαίρες από τους Τούρκους, που δεν εκτίμησαν τον αστεϊσμό. Οπότε «φιλάω κατουρημένες ποδιές», λεγόταν για αυτούς που ήταν διατεθειμένοι να φιλήσουν ακόμη και την «μπανάνα» φουστανέλα ενός τυρο-παραγωγού οπλαρχηγού. Σημειωτέον ότι αυτό το dress-code ήταν ευχερές και για τους πουστανελάδες.

Από νούμερο του Χάρρυ Κλυνν, όπου ένας νονός, δέχεται τον μελλοντικό πρωθυπουργό και τον υποβάλλει σε ερωτηματολόγιο δεξιοτήτων:

- Σημαίες κατεβάζεις;
- Και με τα δύο χέρια, νονέ!
- Από ποδιές, πώς πάμε, φιλάς;
- Μόνο κατουρημένες!
- Συνταξιούχους, λιμενεργάτες, δέρνεις;
- Τους γαμώ την μάνα, νονέ.
- Συγχαρητήρια, καλώς ήρθες στην κυβέρνηση!

Ο αδικοχαμένος Γεώργιος Καραϊσκάκης, τουπίκλην Καραουϊσκάκης. (από Hank, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η τεχνική διαχωρισμού δύο ή περισσοτέρων ιόντων από ένα διάλυμα με προσθήκη ενός αντιδρώντος το οποίο καταβυθίζει πρώτα το ένα ιόν, μετά το άλλο κ.ο.κ.
Καβουροσλανγκοδράκομαι της ευκαιρίας να παραθέσω τον χημικό αυτό όρο σήμερα, λόγω επικαιρότητας, αλλά και σαν προσθήκη στο κλασματικό ανθολόγιο του σάιτος.
Έχω βέβαια ο ίδιος χλαπακιάσει δυο γερά πιάτα φακές.

- Κλασματική καθίζηση σήμερα εντ ιτ γκόουζ λάιον (πάει λέοντας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται για μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο, τα οποία υποτίθεται μας προκαλούν φόβο ή άγχος, εν τέλει ανεπιτυχώς.

Παραλλαγή: κάνω τσισάκια μου.

- Ρε Μάκη, σου φωνάζει ο Διευθυντής να του πας τις καταστάσεις στο γραφείο του, δεν ακούς;
- Καλά, πες του να μη φωνάζει πολύ γιατί θα κάνω κακάκια μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα υγρά που δεν έχουν καθαριστεί από τα γεννητικά όργανα ενός αρσενικού ή ενός θηλυκού.

- Έλα μωρό μου, γλείψτο μου ...ααααχχχχ ναι ...
- Μπλιαχ ...πήγαινε κάνε κανένα μπάνιο, βρωμάς τυρόγαλο.

(από Vrastaman, 19/02/09)

Σχετικά λήμματα: τυρί, το, τυροβρωμίκουλας, ούρδα, η, ουρδεσάνς, η, πουτσίλα, η, μουνίλα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νόημα της παραπάνω φράσης είναι πολυσχιδές, καθώς ακριβώς ανακλά τον πλούτο που έχει η ελληνική γλώσσα συγκεντρώσει γύρω από την ομιλία και τον έναρθρο λόγο. Η φράση λοιπόν προκύπτει από την αντιπαράθεση:

α. της ομιλίας ως λόγου, δηλαδή όχι μόνο ως του πρωταρχικού μέσου ορθού σκέπτεσθαι του νοήμονος ανθρώπου, αλλά και ως βάσης ενός κώδικα ηθικής που βασιζόταν στην άμεση διανθρώπινη συναλλαγή (βλ. και λογοτιμήτης)

β. με το πέρδεσθαι ως λόγου του κώλου, που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την τελείως αποστερημένη από νόημα ομιλία, εξ ου και την ομιλία η οποία δεν δεσμεύει τον άλλο (βλ. παραπλήσιο νόημα στο μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι, όπου ακριβώς το να μιλάει κάποιος απαξιωμένος όπως ο κώλος, καθιστά και αυτό που λέει απαξιωμένο, δηλαδή κουβέντα του του κώλου, καθώς και το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι, όπου η κλανιά είναι ίδιον του πορδήθεν μάγκα).

Ο ερωτών «μιλάμε ή κλάνουμε;» μπορεί να εγκαλεί κάποιον είτε για έλλειψη σοβαρότητας έναντι σοβαρού αντικειμένου συζήτησης, ή για την προκλητική ανευθυνότητά του στην τήρηση συμφωνιών. Η φράση στη δεύτερη και πιο σοβαρή περίπτωση ουσιαστικά δοκιμάζει τη σχέση και το κατά πόσο αυτή μπορεί να βασίζεται στην εμπιστοσύνη.

- Γεια σου ρε Νικόλα αρχηγ....
- έκλασες;
- Α ρε μαλάκα, πάω για καφέ, θα' ρθείς;
- Μπααα, έχω δουλειάάά....
- Να σου πω ρε συ, έδωσες τα λεφτά του Χαρίδημου;
- Όχι, αύριο.
- Καλά ρε μαλάκα, μιλάμε ή κλάνουμε;
- Με πληγώνεις με αυτό που λες...

Αυτός που μιλάει δεν κλάνει, κι αυτός που κλάνει δεν μιλά. Δώστε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούνελ, όπως γνωρίζουν οι παροικούντες την Σλανγκουσαλήμ, είναι πρωκτός. Κατ' αυτήν την σλανγκική τροπή, η έκφραση «βλέπω φως στην άκρη του τούνελ» μεταλλάχθηκε σε «βλέπω/νιώθω σκατό στην άκρη του τούνελ», ως αντίθετο της πρώτης.

Ήτοι, «φως στην άκρη του τούνελ» σημαίνει είμαι στο ναδίρ της απελπισίας και ξαφνικά αχνοφαίνεται μια ελπίδα, ενώ «σκατό στην άκρη του τούνελ» σημαίνει είμαι στο ζενίθ της ηδονής (του πρωκτικού σεξ δηλονότι) και ξαφνικά αχνοφαίνεται η απελπισία.

-Τι σου κάνω Λάουρά μου, τι σου κάνω Καυλάουρά μου! Ετς! Έτσι!
(Ξαφνική μουγγαμάρα. Παύση. Η Λάουρα απορεί):
-Τι έγινε Μένιο μου;
-Σκατό στην άκρη του τούνελ!

Βλ. και κερνάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοφιλής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μπυροποσίας, ιδίως όταν ένας εκ της παρέας θέλει να δικαιολογήσει (είναι γνωστή η διουρητική ιδιότητα της μπύρας) τις συχνές επισκέψεις του στο βε-σε.

- Σόρυ παίδες..
- Άντε ρε, πριν λίγο δε πήγες;
- Εμ... μία πίνεις, τρεις κατουράς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πνίγομαι στη δουλειά ή στις υποχρεώσεις, δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

- Από τώρα φεύγεις;
- Ρε συ καίγεται ο κώλος μου και συ μου θες ξενύχτια; Να ξεμπερδέψω και μετά ξαναβγαίνουμε και το τραβάμε όσο θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified