Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταξύ «γρήγορων». Όταν σε κόντρα ο ένας ρίξει πολύ του άλλου, ο πίσω τον κοιτάζει με το κυάλι.

- Τι άκουσα ρε Μπάμπη, θα τα στήσετε το βράδυ με το Νιόνιο;
- Ψηνόταν ο μαλάκας, τον γαργαλάνε 100 ευρώ και θέλει να μου τα σκάσει. Με το καβουρντιστήρι που έχει για μηχανάκι με το κυάλι θα με ψάχνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ελληνικό πρωταθλητισμό και δη στις Ολυμπιάδες. Μετά τον κλαυσίγελω για την ρόδα, τσάντα και κοπάνα του Κώστα Κεντέρη- Σταμάτη Γαρδέλη και της Κατερίνας Θάνου - Σοφίας Αλιμπέρτη, το 2004 από το Ολυμπιακό χωριό και το θρίλερ με το ατύχημα και το ΚΑΤ, όπου όντως είχαμε και ρόδα και κοπάνα, και ντόπα!

Γενικά, παίζεται ένα κρυφτούλι από πολλούς Έλληνες (και όχι μόνο) αθλητές από τους ελεγκτές, απλώς με τους Έλληνες αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο είναι πιο διασκεδαστικό, γιατί εδώ οι ολυμπιακές πρωτιές λειτουργούν ως εθνοστεντόν, λ.χ. με Χαλκιά ή με το τημ του Ιακώβου. Και όλοι (σχεδόν) οι φορείς συμπεριλαμβανομένου του κράτους και των πολιτικών αρμοδίων χειρίζονται το θέμα με την ίδια ελαφρύτητα και χαβαλέ αλά Γαρδέλη και Αλιμπέρτη.

(Από βλόγιον, παραθέτω εν εκτάσει, λόγω ενδιαφέροντος):
Ρόδα, Ντόπα και Κοπάνα
Πέρα από όλα αυτά όμως ενδιαφέρον σε αυτούς τους ολυμπιακούς είχε η μερική αποκάλυψη της έκτασης του ντοπαρίσματος σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Λέω «σε επίπεδο πρωταθλητισμού» γιατί η ντόπα είναι τόσο διαδεδομένη σε όλες τις ηλικίες αθλουμένων, που αν ψάξει κανείς σοβαρά θα την βρει ακόμα και σε επίπεδο π.χ. τοπικών πρωταθλημάτων τένις εφήβων. Η υπόθεση αυτή είναι δύσκολο να πάρει έκταση, βέβαια, χωρίς να οδηγήσει σε κατάρρευση ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνικού - και βέβαια και του παγκόσμιου - αθλητισμού.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Προσωπικά δεν με πειράζει αν ο τάδε ή ο δείνα αθλητής ντοπάρεται. Με ενοχλεί η υποκρισία του να λέει ότι είναι καθαρός/η ενώ ντοπάρεται και να ομνύει στο Ολυμπιακό πνεύμα και στα «Ελληνικά ιδεώδη» ή σε κάτι εξίσου ασυνάρτητο. Το παραμύθι και το παραμύθιασμα με ενοχλεί. Και με ενοχλεί γιατί αν γινόταν δύο παράλληλοι Ολυμπιακοί οι μεν με καθαρούς και οι άλλοι με ντοπαρισμένους, οι δεύτεροι θα συγκέντρωναν το είδος του αρρωστημένου ενδιαφέροντος που συγκεντρώνει η γενειοφόρος γυναίκα και το παιδί με τα τρία χέρια, αλλά ο κόσμος θα παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τους πρώτους, παρότι ο Ολυμπιονίκης στα 100 θα έκανε 10.10 και όχι 9.80. Γενικώς προτιμούσα τους Ολυμπιονίκες όταν δουλεύαν σε πραγματικές δουλειές και έκαναν αθλητισμό από μεράκι (όπως, ειρήσθω εν παρόδω, οι δύο Έλληνες καταδύτες που πήραν το χρυσό).

Στην περίπτωση της Ελλάδας η κυριαρχία της ντόπας ήταν πολιτική επιλογή συσχετισμένη με την προσπάθεια ανάληψης των Ολυμπιακών (τόσο το 96 όσο και το 04), η οποία οδήγησε σε ένα πρωτότυπο μοντέλο ντοπαρίσματος που συνδύαζε δημιουργικά την Ανατολικογερμανική κρατική παρέμβαση, με την Αμερικάνικου τύπου διαφημιστικής υποστήριξη.

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποια κατάσταση η οποία έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και έχει φτάσει στο όριο. Από τον κόφτη του γκαζιού στις μηχανές κάθε είδους οχήματος και όχι μόνο.

- Τι κάνεις ρε φίλε;
- Άσε, η αγαμία βαράει κόφτες.

Βλέπε και σχετικό λήμμα χτυπάω κόκκινα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινούμαι με αυτοκίνητο πάνω σε στροφή με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς να εκτροχιαστώ. Χρησιμοποιείται και σε τρίτο πρόσωπο με υποκείμενο το ίδιο το αυτοκίνητο.

  1. - Ήθελε ο μαλάκας ο χοντρός να πάρει τη στροφή σαν τρένο και σκάσαμε πάνω στον τοίχο.

  2. - Γαμώ τα αμαξάκια πήρα μάγκα, παίρνει τις στροφές σαν τρένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που κανονικά χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους, δηλούσα την πρόθεση του ομιλούντος να μην ισιώσει για κανένα λόγο. Ή θα πηγαίνω με τις πόρτες, ή δε θα πηγαίνω καθόλου.

Από μη καυλοτίμονους, αλλά καυλοτιμονίζοντες ή/και καυλοτιμονίσαντες κατά την εφηβική ηλικία, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «μέχρι τελικής πτώσεως», «ώς το τέρμα» και άλλα τέτοια ευφυή.

- Σιγά μην πιάσω δουλειά ρε και σιγά μην πάω στρατό. Μάστερ, διδακτορικό, σπουδές με το πλάι κι όσο πάει.
- Στρατό να πας, για να έχεις να κάνεις λήμματα στο σλανγκ τζηάρ. Τι τουτού έχεις;
- Ντεσεβό, γιατί;;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω διακοπτόμενη λειτουργία του εγκεφάλου είτε λόγω δυσλειτουργικής διάταξης των σχετικών νευρώνων είτε λόγω κάποιου σκουρδουμπλούκου που μου 'χει κάτσει, είτε γιατί τόσο μου κόβει ρε παιδάκι μου.

Συνήθως αναφέρεται και σε περιπτώσεις όπου το δυστυχές υποκείμενο είναι τόσο μπερδεμένο που αντιμετωπίζει και προβλήματα στην ομιλία του και κομπιάζει, θυμίζοντας αυτοκίνητο που έχει τραβήξει σκουπιδάκια στη μηχανή. Δράμα δηλαδή και μη γελάει κανείς με τον πόνο του συνανθρώπου του. Ντροπής πράγματα...

- Εεεε, δηλαδή, εννοώ ότι...
- Τι ρε Νώντα;
- Ρε παιδί μου, αφού... Δηλαδή... Έεε...
- Εξ και ξερός ρε μαλάκα. Ρετάρεις και μας έχεις γκαστρώσει. Βγάλτο να τελειώνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κατάσταση αναμονής, αργά-αργά, χαλαρά.

- Δεν σε βλέπω και πολύ καλά...
- Είμαι λίγο στο ρελαντί, αλλά θα πάρω μπρος, πού θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των κουλάρω, ηρεμώ, χαλαρώνω κλπ

Όπα, ρε ξεπάρκαρε. Μην τρελαίνεσαι. Όλα θα φτιάξουν.

Αυτή πάει να ξεπαρκάρει κυριολεκτικά - οι υπόλοιποι χρειάζονται να ξεπαρκάρουν σλαγκικά. (από Galadriel, 27/02/09)Ξεπάρκαρε ρε φίλε (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified