Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!
Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..
Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!
Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..
Got a better definition? Add it!
Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.
Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!
Got a better definition? Add it!
'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:
1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.
2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.
Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.
Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».
- Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.
- Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.
- Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.
Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).
Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.
Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.
Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.
- ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
- Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...
- Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
- Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
- Χεχε...
Got a better definition? Add it!
Πολυχρηστικός όρος.
α. Χιλιόμετρο. Μουράτη στρατοκαυλική λέξη, παρμένη από ταινίες δράσης (βλ. εδώ)
β. Βήμα. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις πλήθους ορθίων ανθρώπων, π.χ. των παστωμένων φουκαράδων σε λεωφορείο ή αυτών που περιμένουν σε οποιαδήποτε ουρά για δουλειά ή διασκέδαση.
γ. Κώλος. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις ανθρώπων καθήμενων σε σειρά, π.χ. κινηματογράφος, ταβέρνες, στάγιερ (βλ. κώλο μέσα, κώλο έξω). Αν και ο κώλος είναι μέγεθος ευρισκόμενο κανονικά μόνο σε ακέραιες μονάδες, το κλικ διακρίνεται και σε υποδιαιρέσεις.
δ. Οποιαδήποτε μη προσδιορίσιμη απόσταση στην οποία θέλουμε να προσδώσουμε εσάνς ακρίβειας (για την συλλογιστική της μπαχαλοακρίβειας βλ. μαρκούτσι).
Μονάδα μέτρησης μάζας/όγκου. Χρησιμοποιείται κυρίως στην πειραματική (φοιτητική) μαγειρική (βλ. παράδειγμα).
Μονάδα μέτρησης μη μετρήσιμης ιδιότητας, γενικώς και αορίστως. Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε ιδιότητα αντικειμένου ή προσώπου μας καυλώσει.
Στην έκφραση κάνω κλικ.
Κλικάρω, πατώ ένα από τα κουμπάκια του ποντικιού του υπολογιστή (κυρίως του αριστερού). Τοιουτοτρόπως και κάνω διπλό κλικ, ήτοι διπλοκλικάρω, διπλοποντικιάζω.
Ετυμολογία πιθανώς από τη συμπεριφορά μηχανών, απλών ή ηλεκτρικών όπου ο ήχος κλικ υποδηλώνει την πλήρωση ενός επαρκούς κριτηρίου για την ενεργοποίηση μιας φάσης λειτουργίας ή την ένδειξη για το ότι αυτή ολοκληρώθηκε. Βλ. (ή μάλλον άκουσε) τον ήχο που κάνει το καπάκι του ρεζερβουάρ ή μερικών μπουκαλιών όταν ασφαλίσουν, της ζώνης ασφαλείας όταν κουμπώσει, του φλας.
Μεταφορικώς σημαίνει το ανεπαίσθητο στους άλλους ερέθισμα που προκαλεί σημαντική αλλαγή της στάσης μας για ένα πρόσωπο (κυρίως) αλλά και για μια κατάσταση, για μια επιλογή, λ.χ. να αγοράσουμε κάτι, να δούμε μια ταινία, να επιλέξουμε ένα επάγγελμα. Είναι η πλήρωση μιας αδιευκρίνιστης κρίσιμης μάζας μέσα μας που οδηγεί την ψυχολογία μας σε μη γραμμικώς ανάλογα αποτελέσματα. Συχνά μάλιστα, όταν μας κάνει κάτι κλικ, μπαίνουμε και σε μοντ.
β. - Ρε καρντάση, κάνε ένα κλλλικ προς τα μέσα να μπω κι εγώ.
- Από Σαλονίκη φιλαράκι;
- Ναι ρε αδερφέ. Τι να κάνεις, μέχρι να μας φτιάξουν δικό μας μετρό θα παίρνουμε το δικό σας, κατάλαβες;...
γ. - Μαράκι έλα κάτσε εδώ ρε συ, έχει θέση!
- Ουστ ρε σαλιάρη! Εδώ θα καθήσεις κούκλα μου, άστον αυτόν, θα σε κάνει βαβά... Λαός! Κάντε όλοι ένα κλικ δεξιά!
- Βασικά ένα γεια πέρασα να πω και θα φύγω...
δ. - Καλώς το νέο συγκάτοικο! Σχολή, ΑΤΜ, σούπερ-μάρκετ, γυράδικα, κρεπάδικα, ρεμπετάδικα, κωλάδικα, όλα σε μισό κλικ απόσταση είναι από το σπίτι. Σου λέω ανετίλα να πούμε.
- Σε τι απόσταση;
- Θα μάθεις μικρέ, θα μάθεις...
- Φίλε πήρα κάτι μπριζολάκια για το βράδυ. Ξέρεις καμιά συνταγή;
- Τι συνταγή ρε! Ρίξτα σε ένα ταψί με λίγο νερό, λάδι, αλάτι και ρίγανη και τέλος.
- Λεμόνι να βάλω;
- Εεεε, ξέρω κι εγώ; Βάλε και μισό κλικ λεμόνι, τζάμπα είναι.
- Πώς σου φάνηκε η ταινία;
- Καλή μωρέ, δε λέω, αλλά ένα κλικ ανιστόρητη...
- Α, λες για τη σκηνή που ο Μέγας Αλέξανδρος βγαίνει από τον Δούρειο Ίππο και φοράει αλεξίσφαιρο;
- Μωρουλίνι μου συγχαρητήρια! Πάει και ο δεύτερος ορισμός! Είσαι μέρος του τιμημένου εκλογικού σώματος του slang.gr!
- Τι να κάνω τώρα;
- Κάνε κλικ στο patsis... Ωραία... Κλικ στο «ορισμοί χρονολογικά»... Μπράβο... Τώρα πιάσε κάθε ορισμό και κάνε κλικ στο πέμπτο αστέρι... Επ, επ, περίμενε, στο πέμπτο αστέρι δεξιά! Μας κατέστρεψες ρε Δεσποινάκι, μα τι σκατά αράβικα διαβάζεις; Ανάποδα;
- Δεν είμαι η Δέσποινα! Είμαι αντεργκράουντ σλανγκομούνα της αστυνομίας μπαγαποντοδοσίας. Έχεις το δικαίωμα να μην σλανγκίσεις, αν δεν έχεις ιστομάστορα θα διορίσει για λογαριασμό σου ο ρουμάνος...
- Φίλε τι έχεις;
- Τίποτα, τίποτα...
- Μήπως είσαι ερωτευμένος κι οι ματιές σου είναι θολές;
- Αααααχχχχχχ...
- Για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου!
- Από τότε που διάβασα τον ορισμό της κάτι έχω πάθει...
- Μα αυτή είναι αρχοντομούνα αγόρι μου, εσύ καβουροσλανγκόσαυρος... Δεν κολλάει το πράμα!
- Κάτι μου έκανε κλικ όμως ρε δικέ μου... Θα της στείλω πιμί!
- Πρόσεχε! Αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις και μουστάκι, να μου το θυμηθείς!
Got a better definition? Add it!
Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.
Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.
Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):
Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).
Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.
Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.
Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.
Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.
- Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
- Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;
- Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
- Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
- Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
- Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
- Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
- Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
- Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...
- Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
- Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
- Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
- Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...
Got a better definition? Add it!
Νot bad, που λένε. Όχι και τόσο κακό... από το γαλλικό pas mal. Κατά προτίμηση το λέμε δις (πα μαλ, πα μαλ!...) με κούνημα του κεφαλιού που σημαίνει «αμέ, γιατί όχι;» . Διπλωματική και διφορούμενη απάντηση όταν μας ρωτάνε αν κάτι μας άρεσε. Στην αρνητική του διάσταση αντιστοιχεί με δικό μας «νταξ μωρέ...»
- Πώς σου φάνηκε ο Στέλιος;
- Πα μαλ, πα μαλ!
βλ. και 'ν'ν' κακό...
Got a better definition? Add it!
α. Οι νεότερες (και της μοδός) σαγιονάρες που σχεδόν στο σύνολό τους κατασκευάζονται από αφρώδες υλικό (με κάποιες παραλλαγές σε δέρμα). Σε αντίθεση με τις κλασσικές, λεπτές κίτρινες σαγιονάρες που κυκλοφορούσαν τις δεκαετίες του 70 και του 80, οι νέες διατίθενται σε άπειρους συνδυασμούς χρωμάτων και σχεδίων.
Αναβιωτές του είδους, οι εταιρίες beachwear και streetwear, πρωτοστατούσης της Βραζιλιάνικης Reef. Με το μπουμ της αγοράς, όλες οι εταιρίες αθλητικών ειδών μπήκαν στο παιχνίδι, παρασύροντας και τους μεγάλους οίκους μόδας οι οποίοι ως συνήθως έφτασαν το είδος σε επίπεδα υπερβολής.
β. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, flip-flop χαρακτηρίζονται οι περιπτώσεις όπου δημόσια πρόσωπα (ως επί το πλείστον πολιτικοί), είναι αρχικά υπέρ ενός θέματος και ξαφνικά είναι κατά (ή το αντίστροφο). Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις εκλεγμένων προσώπων (Γερουσιαστές και μέλη του Κογκρέσου), όπου η αλλαγή της γνώμης τους συνδυάζεται με την αντίστοιχη αλλαγή της ψήφου τους για κάποιο νομοσχέδιο.
Τα flip-flop παίζουν μεγάλο ρόλο στις εκλογές (ως όπλο στα χέρια αντιπάλων), ειδικά όταν έχουν προκύψει για σημαντικά νομοθετήματα (π.χ. αμβλώσεις, συντάξεις, υγεία, άμυνα, μεταναστευτική πολιτική). Παράδειγμα: ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2004 John Kerry, κατηγορήθηκε ως flip-flopper λόγω των θέσεων και ψήφων του στη Γερουσία, στο θέμα του πολέμου στο Ιράκ.
Στην Αγγλία, χρησιμοποιείται η φράση: U-Turn.
2. - Καλά, ο Τατούλης πριν λίγο καιρό δεν έλεγε ότι δεν θα υπερψηφίσει το χωροταξικό νομοσχέδιο; Πώς και το ψήφισε τελικά; - Άσε με μωρέ, αν ήταν στην Αμερική θα τον λέγανε flip-flopper!
Got a better definition? Add it!
Κιτσαρία από την εποχή του παλαιού καλού Ελληνικού κινηματόγραφου που περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο, κάτι το ζαγοραίο, κάτι που τα τα σπάει ρε αδερφέ.
Η αρχική μορφή ήτο έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά οι γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, nein;
Ασίστ: BuBis
- (Στο) καθιερωμένο πλέον βιβλιοφιλικό του παζάρι (...) στην Πλάκα (μπορείς να βρεις) βιβλία και περιοδικά του 19ου και του 20ού αιώνα, παλιές εφημερίδες, παιχνίδια (μούρλια), φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αφίσσες, ακόμα και παλιά ραδιόφωνα σε τιμές έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)
- Διαπιστώνω ότι το προγραμματάκι της Apple σου επιτρέπει να περάσεις σχετικά γρήγορα και οργανωμένα στο δίσκο σου τα μουσικά CD, έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).
Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!
Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!
Got a better definition? Add it!