Βουκολική παραλλαγή του Σεξπηρικού «The Lady doth protest too much, methinks» ή προς το Ελληνικότερο «όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται.»

«ΚΑΧΥΠΟΠΤΕ, ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΜΟΡ ΔΑΝ ΟΜΠΒΙΟΥΣ ΟΤΙ ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ ΛΕΡΩΜΕΝΗ ΤΗ ΦΩΛΙΑ ΣΟΥ. ΕΞΑΛΛΟΥ Ο ΣΟΦΟΣ ΛΑΟΣ ΛΕΕΙ: Ο ΠΡΩΤΟΜΥΡΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΛΑΣΤΗΣ» (από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικό απόφθεγμα-επισήμανση της εγγενούς αδικίας και ανισότητας που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα.

— Για δες τον τυπάκο με το πορσικό και την ξανθιά...
— Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια προσπάθεια, συνήθως μεγαλεπήβολη και με καλή πρόθεση, η οποία όμως στέφεται με απόλυτη και οικτρή αποτυχία. Το αποτέλεσμά της είναι αποκρουστικό, κιτσάτο και καταγέλαστο. Πολλές φορές οι δημιουργοί της εν λόγω παπαριάς δεν έχουν επίγνωση του ανουσιουργήματός τους.

Παραδείγματα: τα περισσότερα έργα του Καλατράβα, η Ροζ βίλα της Εκάλης, η μουσική του Σπανουδάκη, το κόμμα του Αβραμόπουλου, η Γενιά του Πολυτεχνείου, η επιχειρηματολογία του Κεντέρη και της Θάνου το 2004, κ.ο.κ.

- Ο Πρωθυπουργός είπε ότι θα πάει το μαχαίρι στο κόκκαλ(η).
- Παπαριές καμαρωτές!

(από pavleas, 19/01/09)

Βλ. και αρλούμπες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρήση βασίζεται στο ομώνυμο μιούζικαλ (La cage aux folles) του Χάρβει Φερστίν.

Ένας χώρος όπου τα μέλη του το παίζουν, δείχνουν ή παρουσιάζονται ως τρελοί και εκκεντρικοί. Ένας τέτοιος προσδιορισμός, θα μπορούσε να δοθεί σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε ένα τμήμα μιας εταιρείας, σε μια εταιρεία, σε μια τοπική κοινωνία και γενικότερα σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο ανθρώπων λειτουργεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία, από την κουλτούρα των ατόμων του περιβάλλοντα χώρου. Τα άτομα ζουν απομονωμένοι από τις επιδράσεις των άλλων, στον κόσμο τους, με τους δικούς τους κώδικες και τους δικούς τους κανόνες με αποτέλεσμα να προσδίδεται στο χώρο τους μια διακριτότητα. Γι' αυτό οι άλλοι αντιλαμβανόμενοι αυτή τη διακριτότητα, θεωρούν το συγκεκριμένο χώρο ως κλουβί και τους «αυτοεγκλωβισμένους», ως τρελούς.

- Όλα τα άτομα στο λογιστήριο, είναι πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ένα μάτσο ανισόρροποι, που κανείς δεν έχει καλή γνώμη για αυτούς. Αυτοί όμως δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
- Έχει να κάνει με τη φύση της δουλειάς τους;
- Όχι. Μιλάω για το χαρακτήρα τους. Είμαστε χρόνια συνάδελφοι και τους έχουμε γνωρίσει προσωπικά.
- Πώς το εξηγείς;
- Απλά, ο διευθυντής του τμήματος που είναι κι αυτός κάπως έτσι και χειρότερα, έχει κάνει τις προσλήψεις. Οπότε καταλαβαίνεις... Όμοιος ομοίω και κοπριά στα λάχανα.
- Εμ...άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός χαρακτηρισμός για Κνίτες, προερχόμενο κυρίως από οπαδούς του τότε ΚΚΕ (εσ.).

- Έχασα τον Κνίτη μου. Αν τον βρείτε κρατήστε τον, αλλά παρακαλώ επιστρέψτε την γλάστρα!

Γεωπονικές συμβουλές (από Vrastaman, 17/09/08)Λευτεριάς λίπασμα (από Vrastaman, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για δύστροπο άτομο που του φταίνε τα πάντα.

- Η πεθερά μου γκρινιάζει που βλέπω μπάλα.
- Της κακιάς ψωλής και το μαλλί της φταίει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που βασικά δεν σημαίνει τίποτε και ωσεκτουτού μπορεί να σημαίνει τα πάντα. Παντός καιρού.

Η κλασική χρήση του τσιριμπίμ τσιριμπόμ απαντάται στην ταινία του 1968 «Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη», σε σενάριο - φυσικά - Τσιφόρου-Βασιλειάδη. Σε μια από τις καταπληκτικές σκηνές του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, σε ρόλο μάγκα ανθρώπου της νύχτας, χαρακτηρίζει τσιριμπίμ τσιριμπόμ πρώτα την Μάρω Κοντού και μετά την Κατερίνα Γιουλάκη. Δεν εξηγεί τι σημαίνει ακριβώς, αλλά είναι επιδοκιμασία και από τα συμφραζόμενα συνάγουμε ότι πρόκειται για κυρίες καθως πρέπει, αλλά συγχρόνως και ξηγημένες, με κυριλέ τρόπους αλλά και μαγκίτισσες. Ίσως υπάρχει μια αμυδρή σχέση με τις τσιριμόνιες, με το σεις και με το σας, αλλά το τσιριμπίμ κάνει αντίστιξη με το τσιριμπόμ και η αναφορά αυτοαναιρείται.

Σε τρέχουσα χρήση, η έκφραση έχει πολλές και ποικίλες σημασίες, συχνά αντιφατικές. Το οποίο είναι ΟΚ γιατί νομίζω ότι και ο Τσιφόρος το ήθελε να χαρακτηρίζει αντιφατικά πράγματα. Έτσι, το τσιριμπίμ τσιριμπόμ μπορεί να σημαίνει:

  • μόρτικο, βαρύ - δες παράδειγμα 2.
  • χαζοχαρούμενο, ελαφρύ - δες παράδειγμα 3.
  • άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε, ασυναρτησίες, παλαβομάρες - δες παράδειγμα 4.
  • λελέδικο, φλωρίστικο, τσιριχτό - δες παράδειγμα 5. Ίσως με αυτή τη σημασία να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι αδερφίστικο.
  • υποκρισία, συναλλαγή, ψευτοκυριλέ - δες παράδειγμα 6 όπου και η σαφέστερη αναφορά στις τσιριμόνιες.
  • παράνομος δεσμός, ερωμένη, το πονηρόν - δες παράδειγμα 7. Η χροιά αυτή υπάρχει και όταν ο Προύσαλης χαρακτηρίζει την Κοντού τσιριμπίμ τσιριμπόμ.

    Βγάλε άκρη.

  1. Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη, απόσπασμα από τον κλασικό διάλογο.

Αθηνόδωρος Προύσαλης: Δεν βλέπω το πρόσωπο!
Κατερίνα Γιουλάκη: Ναι, αλλά ποιον θέλετε;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Ψηλός, όμορφος, βουτυράτος...
Κατερίνα Γιουλάκη: Βουτυράτος;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Με μια αψηλή, τσιριμπίμ, τσιριμπόμ...
Γιώργος Γαβριηλίδης: Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ; Excuse me, μήπως είσαστε από τη Νότια Αφρική;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Όχι, από τη Νέα Σμύρνη! Κατάστημα «Το παλουκάκι».

  1. Ομιλώ περί του περικαλλούς άσματος το οποίο ηκούεται άμα τη ενάρξη της ιστοσελίδας: http://eniayton.blogspot.com/ aka λαλυμένον ύδωρ. Το άσμα αυτό είναι βαρύ σεκλέτικο, μόρτικο, ξηγημένο, καραμπαμπάμ, ντιριντραντράν, τσιριμπίμ τσιριμπόμ και πολύ μάγκικο άμα λάχ' να ούμ...(Από http://funel.blogspot.com)

  2. Για να καταλάβω, εσύ νομίζεις ότι διαθέτεις τον ίσκιο τον βαρύ; Βρε τσαρλατάνε, δεν κάθεσαι καθόλου μα καθόλου ήσυχα; Γιατί μας δουλεύεις όλους ψιλό γαζί με τα «τσιριμπίμ τσιριμπόμ» διηγηματάκια σου; (Από http://askardamikti.blogspot.com)

  3. Ναι,άμα δεν έχουμε τι να πούμε το ρίχνουμε στο τσιριμπίμ - τσιριμπόμ. Παλιό το κόλπο. Δεν πιάνει όμως. (Από forum)

  4. Περνάμε στον ΣΠΑΣΤΙΚΑ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟ κίτρινο λεκέ που ονομάζεται Τουίτυ... Πόσο πολύ αγαπάω τον γατούλη Συλβέστερ! Και πόσο μου ανάβουν τα λαμπάκια όταν ακούω την τσιριμπίμ-τσιριμπόμ χαζοφωνούλα του καναρινιού να λέει ψευδά: «I tink I saw a putty-cat» ΝΑΙ, ΣΙΧΑΜΕΝΟ ΠΛΑΣΜΑ!!! Γάτα είδες! (Από http://peslac.pblogs.gr)

  5. Ο αρχηγός των τσιγγάνων πέθανε και τη θέση του πήρε ένας άλλος νεότερος που είχε βαρεθεί τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ με τους καλούς κυρίους και ένιωθε σεβασμό προς τους ομοεθνείς του και ήθελε το δίκιο της φυλής του να λάμψει, βρε αδερφέ, επιτέλους! (Από http://rodiat5.blogspot.com)

  6. Καταρχήν, ακόμα και η Μόνικα Μπελούτσι να υποκύψει στις σεξουαλικές σου ορέξεις δεν πρέπει να το μάθει κανείς (ούτε ο καλύτερός σου φίλος, όση εμπιστοσύνη και να του έχεις). Ok, κάποιος θα το μάθει, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, εσύ θα το καταλάβεις ότι κάποιος ξέρει για τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ σου, αλλά δεν θα ξέρεις ούτε ποιος, ούτε πως. Τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. (Από http://www.myworld.gr)

(από MXΣ, 03/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ρίζες στο ελεύθερο κάμπινγκ σε έρημες ακρογιαλιές και άμεσα κατανοητή σε όποιον έχει κάνει αυτό το συγκεκριμένο είδος διακοπών - και ξέρει και τα συν και τα πλην.

Όταν αναφέρεται σε καταστάσεις, χύμα στο κύμα μπορεί να σημαίνει απόλυτη χαλάρωση, ξεκούραση και ξενοιασιά αλλά και ανοργανωσιά, προχειρότητα ως εκεί που δεν πάει άλλο και αυθαιρεσία. Και όταν λέμε ότι κάποιο άτομο είναι χύμα στο κύμα μπορεί να εννοούμε ότι είναι αυθόρμητος, ανεπιτήδευτος και γνήσιος αλλά παράλληλα και αδιάφορος, τσαπατσούλης και εν γένει και ό,τι νάναι.

Όπως το χαβαλέ, που είναι πάνω κάτω συνώνυμο, έκφραση απολύτως σχιζοφρενική και πολύ Ελληνική - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Σχετικά λήμματα: Ίφκινθος, χαλαρά, χαβαλέ, χαρμπαγιάγκαλος, του μουνιού το πανηγύρι, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν

  1. Camping rules!!!!!! Και φυσικά αν είναι και σε παράνομο μέρος τόσο το καλύτερο. Και τα οργανομένα camping ειναι ωραία φάση, αλλά αν δεν είσαι χύμα στο κύμα... εκεί είναι όλη η γλύκα, να ψάχνεις να βρείς νερό ΑΝ θέλεις να κάνεις μπάνιο ... (Από forum)

  2. Γενικως οι υπηρεσιες ειναι παρα πολλες,τα ατομα σχετικα λιγα και το χωσιμο παει συννεφο απολες τις μεριες.Και το χειροτερο ειναι οτι αυτα συμβαινουν οχι γιατι η μοναδα εγινε 'προβλεπε' αλλα γιατι ειναι χυμα στο κυμα τοσο πολυ που κανεις δεν ελεγχεται για το τι κανει. (Από το OMHROI.gr)

  3. Red30, μην ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο Ελλαδιστάν ( που τείνει να γίνει Αφανιστάν και Αφραγκιστάν ), και εδώ περνάνε τις *ουστιές τους χύμα στο κύμα, ακόμα και με κατοχύρωση νόμου αν χρειαστεί. (Από forum)

  4. Α,ρε Γιάννη!!!μου αρέσει ρε αυτό το άτομο...μου αρέσει!πάει και τελείωσε!είναι χύμα στο κύμα...είναι άμεσος...ειλικρινής...έχει χιούμορ...σίγουρα έχει και τις μαύρες του..αλλά εμένα μου αρέσει και κατάμαυρος!!! :lol: (Από forum)

  5. Το καλύτερο τελικά είναι το μούσι κι εγώ κατά καιρούς βαριέμαι το ξύρισμα και το αφήνω κανα μήνα :p Θέλει πολλή περιποίηση το μούσι πάντως. Αμα το αφήσεις χύμα στο κύμα και δεν το περιποιείσαι φαίνεσαι σαν σκατάνθρωπος. (Από forum)

  6. Οσον αφορά την "ευτυχία"στις εξωσυζυγικές σχέσεις...ευτυχία είναι αυτό ι προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης και τόνωσης εγωισμού?
    Καλύτερα δεν είναι να παίρνει διαζύγιο κανεις και να'χει σχέσεις χύμα στο κύμα αφού αυτό θεωρεί πως τον κάνει ευτυχισμένο? (Από το sxeseis.gr)

(από poniroskylo, 13/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου το οποίο είναι λίγο sui generis, λίγο τρελαμένο, λίγο εκτός της πεπατημένης, γενικώς λίγο πιο μακριά από το μέσο όρο.

Σημείωση: Το άτομο που είναι «αλλού» είναι πιθανό να είναι σωματικώς εδώ, γεγονός το οποίο μπερδεύει λίγο τα πράματα, αλλά αν υπάρχει καλή θέληση θα υπάρξει τελικώς και συνεννόηση.

1
... Μιλάμε ότι το τυπάκι είναι εντελώς τελείως αλλού. Μού 'λεγε κάτι ιστορίες χθες για τους Ελοχίμ και τους Νεφελίμ και φρίκαρα. Λες κι είχα βγει ραντεβού με το Λιακόπουλο, γαμώ την τύχη μου μέσα.

2
- Είσαι αλλού;
- Τι αλλού ρε μαλάκα; Εδώ είμαι.
- Ναι εδώ είσαι, αλλά είσαι αλλού με τις παπαριές που μου λες.
- Πώς δηλαδή;
- Α καλά...

Ας θυμηθούμε και το αριστούργημα του Μίλαν Κούντερα, Η ζωή είναι αλλού (από patsis, 13/07/09)

βλ. και αλλούφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified