Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.

- Τι λέει ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε! Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλος, δεν την παλεύω με την καμία. Όλη μέρα δουλειά.

(από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.

Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από τον (ένδοξο) νεο-ελληνικό στρατό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπερβολικό φόρτο εργασίας - δραστηριοτήτων (στην περίπτωση του στρατού, των υπηρεσιών).

- Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες;
- Άσε, με πάει αίμα (ή με έχει πάει αίμα, δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή παραλλαγή του, συνήθης εις την Κρήτη: με πάει κοπίδι

(λείπει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλώνω να κάνω κάτι.

Συνώνυμο του με πάει τσιλιό.

- Αίμα σε πάει να της πεις ότι έχει ωραία βυζόμπαλα.
- Χέζομαι, ρε μαλάκα.

Στο 2,20 η "κυριολεξία" (λέμε τώρα) (από Galadriel, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πούμε ότι κάτι πηγαίνει πολύ χάλια. Συνήθως ακολουθείται από χρονική έκφραση (π.χ. αυτή την εβδομάδα/αυτόν τον μήνα κλπ). Η απουσία του ς τονίζει τη δυσκολία της κατάστασης. Χρησιμοποιείται βέβαια και με το ς, αλλά για αναφορά σε πιο χαλαρές καταστάσεις. Για μεγάλης σημασίας προβλήματα χρησιμοποιείται ο τύπος χωρίς το ς.

- Τι κάνεις Μαρία;
- Αρχίδια! Με πήγε γαμιώντα σήμερα με τον μαλάκα τον Τάκη που θέλει να του τελειώσω την εργασία χθες!
- Ποιος τον γαμάει τον Τάκη μωρέ; Γράψτον στα @@ σου και άστον να περιμένει...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα πάνε στραβά , πάμε από το κακό στο χειρότερο, μας πάει πίπα-κώλο.

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια σειρά γεγονότων που έχουν σχέση με εμάς πηγαίνουν πολύ άσχημα και μάλιστα τόσο άσχημα όσο δεν γίνεται. Συνήθως για αυτή την 'αναποδιά' ευθύνεται κάποιο συγκεκριμένο άτομο με το οποίο συνήθως πάλι έχουμε σχέση προϊστάμενου-υφιστάμενου (φυσικά δεν είμαστε εμείς ο προϊστάμενος).

Η έκφραση αυτή ακούγεται συχνά σε στρατώνες αλλά και σε πολλές φιλελεύθερες εταιρείες.

- Δεν αντέχω άλλο ρε στραβάδι. Ο νέος διοικητής μας πηγαίνει γαμιώντας και μάλιστα χωρίς λόγο...
- Τι χωρίς λόγο βρε ηλίθιε , ξέχασες τι έκανες;
- Που να φανταστώ ρε μαλάκα ότι το τεκνό που μας την έπεσε ήταν η γυναίκα του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Προέρχεται ως προς την εικόνα, από τον παραλληλισμό σοκολατούχου γάλακτος γνωστής μάρκας και του χρώματος και υφής των κοπράνων του ατυχήσαντος.

Συνώνυμα: τσίρλα, τσιρλιπιπί, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κόψιμο, μ' έχει κόψει, κλάνω φακές, με πήγε σερπαντίνα, έχω ασχημάτιστες κενώσεις.

Αγγλιστί: (I've got the) leak, runs. Ιταλιστί: Ho il cagotto
Ισπανιστί: Tengo la cagalera

- Ρε γαμώτο, δεν έφερα ν' αλλάξω ο μαλάκας, κι έμεινα με το μαγιό και στέγνωσε πάνω μου όλη μέρα.

- Ντάξει μωρέ, καλοκαιράκι είναι ...

- Τί ντάξει ρε παπάρα σου λέω, έχει βάλει και κρύο και μ' έχει πάει μίλκο απ' το πρωί. Έχει εδώ κάνα περίπτερο να πάρω καμιά κόκα-κόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified