τα ακούω, την ακούω

Δέχομαι παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.

Χτες την άκουσα κανονικά από τον καθηγητή, για την κοπάνα που έκανα χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, δυσκολεύομαι.

- Πως πήγε η βόλτα;
- Τα είδα όλα ρε, δεν έχει ιδέα από οδήγηση και έτρεχε σαν παλαβός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνουσιάζομαι (ενεργητικά). Συνώνυμα: πηδάω, γαμάω.
  2. Νικώ, κερδίζω (παιχνίδι, αντίπαλο).
  3. τα παίρνω (στο κρανίο), βλέπε αντίστοιχο λήμμα
  4. με παίρνει (ενν.: να κάνω κάτι) (απρόσωπο): εμπίπτει στις δυνατότητές μου, μπορώ να κάνω κάτι, αν κάνω κάτι δεν θα έχω συνέπειες.
  1. Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!

  2. Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.

  3. Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!

  4. — Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
    — Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;

Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.

  1. Μαλάκα καλά τη σακουλεύτηκα ότι θα μας την πέσουνε για ξύλο σήμερα, γιατί όλη η παρέα τους είχε φύγει από νωρίς από το μαγαζί...

  2. Καλά, δεν τη σακουλεύτηκες ότι μπορεί να γινότανε σκηνικό με τη γκόμενα και πήγες χωρίς φράγκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.

  1. - Πρόσεχε θα πέσεις!
    - Μη φοβάσαι, τό 'χω.

  2. - Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
    - Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την γαμήσαμε + την κάτσαμε τη βάρκα.

Δηλώνει ύψιστη αποτυχία και καταστροφή που έχει προκληθεί όταν κάτι δεν πάει καλά ή κάποιο σχέδιο δεν πραγματοποιείται και έχει δυσάρεστες συνέπειες.

  1. Αν δε μας κάτσει έτσι όπως σου λέω, πάει... Τη γαμήσαμε τη βάρκα..!

  2. Είχαν ξεκινήσει όλα ωραία και καλά... Μετά άρχισαν οι τσακωμοί, οι παρεξηγήσεις... Ε στο τέλος πάει, τη γαμήσαμε τη βάρκα!

Την γαμήσαμε με το όνομα που της δώσαμε. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.

  1. - Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.

  2. - Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.

Στο 2.22 (από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χρειάζομαι.

Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...

(από jesus, 08/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified