Further tags

Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.

Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα έχω ξεφτιλίσει όλα, όταν λειτουργώ χωρίς σεβασμό και ντροπή.

-Άσε, έσκισε την τσόχα ο δικός σου. Δεν σέβεται τίποτα πλέον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας στον δρόμο.

Η τύπισσα κουνιόταν σα να είχε καταπιεί τον Εγκέλαδο. Όλοι την σχολίαζαν, αλλά αυτή καμάρωνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας δημοσίως.

Σιγά ρε παιδί μου, μην κουνιέσαι τόσο, θα χυθεί ο αφρός του φραπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμι, τζιτζί, τζαμιροκουάι, χαρτί, μπέργκετ. Πολύ καλή φάση τελος πάντων.

(Sexpyr - Sexpyrience - Τζαμάικα)

Γιατί λοιπόν, πες μου γιατί, δεν πάμε Τζαμάικα; Πες μου γιατί;
Γιατί λοιπόν, πες μου γιατί, να περάσουμε τζαμάουα; Πες μου γιατί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι / γραμμή. Αντιλαμβάνομαι.

- Μα καλά είσαι τελείως βλάκας;! Πώς γίνεται να μην πάρεις πρέφα ότι σε βλέπει η μάνα σου ενώ τον παίζεις;!
- Είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή ρε φίλε και απορροφήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτεύομαι.

- Έχεις δει καθόλου τον Μήτσο; - Όχι, από τότε που τα 'φτιαξε με την Κατερίνα έχει χαθεί. - Έλα ρε, είναι σοβαρό δηλαδή; - Ναι, την έχει δαγκώσει την λαμαρίνα, μας βλέπω να 'χουμε αρραβώνες σύντομα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα και πρόχειρα, όπως κι όπως, πατ κιουτ.

Αν απενεργοποιούσαν και τις νάρκες έτσι τσάτρα πάτρα, την είχαμε κάτσει τη βάρκα!

Κάνω κότσο το μαλλί μου, και μαθαίνω στο παιδί μου, να μισεί τον Φρανκ Σινάτρα, να την βγάζει τσάτρα-πάτρα, οο. (από Khan, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μια πονηρή πράξη που κάνει κάποιος και ιδιαίτερα την σεξουαλική.

Της αρέσει το σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified