Further tags

Το εξαιρετικό, το εξαίσιο, το έξοχο.

Δεδομένου ότι αυτό το εξ-εξ-εξ είναι κάτι που συναντάται μόνο στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνος, ο ορισμός αμάν πωπώ χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει αυτό που κάτι τελικά δεν είναι.

- Τι έλεγε το μωρό εψές;
- Εντάξει δεν ήταν και αμάν πωπώ, αλλά για Δευτέρα βράδυ...
- Όπα ρε, κατούρα και λίγο

(από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογιστική αργκό (!) της διαφθοράς.

Τα ρολά αποδείξεων, που έχουν στην διάθεσή τους οι καταστηματάρχες, όταν κλείνουν ταμείο κάθε βράδυ, έχουν την ένδειξη Ζ (ζήτα) και αντιστοιχούν στις εισπράξεις της ημέρας.

Τούτο αποτελεί μονάδα μέτρησης απαιτητού ποσού είτε από διεφθαρμένους εφοριακούς, που έρχονται τάχαμου για έλεγχο, είτε από υπερ-προστατευτικούς νταβατζήδες με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου...

-Τελικά τί έγινε με τον έλεγχο; Τη σκαπούλαρες;
-Εμένα μου λες; Του’ δωσα τρία ζήτα και καθάρισα...

υπάρχουν και νόμιμες... ζήτα τες... (από BuBis, 08/09/09)(από patsis, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφετέρια ή μπαρ-ρεστωράν, συνήθως εντός πολυκαταστήματος, όπου υφίσταται θόλος από γυαλί, ώστε οι θαμώνες να μην χάνουν (λέει) την επαφή με τα καιρικά φαινόμενα (π.χ. ήλιος, βροχή κλπ) εν είδει atrium (αίθριο).

Συνήθως απρόσωπο αν και πολυάνθρωπο, πολύβουο και κλειστοφοβικό αν και ευμεγέθες, βοηθά το μαγαζάτορα ν' αβγαταίνει τα κέρδη του, ενώ οι πελάτες αναπτύσσουν χλωροφύλλη.

Αν δεν τους ποτίσουν κάτι φίλοι...

-Πάμε στο Μώλλ για καφέ;
-Πού ρε, άσε με τα θερμοκήπια να πούμε! Μια φορά πήγα για ψώνια κι έφυγα με πονοκέφαλο...

για όλα τα φύλα και ηλικίες! (από BuBis, 08/09/09)(από anchelito, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδο-ιταλοπρεπής χιουμοριστική έκφραση, που δηλώνει νοσταλγία για την τίμια πίτσα, που έφτιαχναν μια φορά οι πιτσαρίες του κώλου στην Ελλάδα, σε κάτι λαμαρινένια συρτάρια βουτηγμένη στα πολυκορεσμένα παλιόλαδα.

Μύριζε λαμαρινίλα κι βγαινε σε δυο μόνο τύπους:

  1. Απλή (λιωμένο κασέρι και ντομάτα κονσέρβα-τώρα τη λένε και καλά «μαργαρίτα») και
  2. Απ' όλα (τα ανωτέρω + σκατόζαμπόν + βρωμομπέικον).

Μετά το 1990, που οι κωλοέλληνες ξεψαρώσανε και ζητήσανε (λέει) ποιότητα κι έτσι, εγκατέλειψαν τις παλιές πιτσαρίες (που μαράζωσαν), στρεφόμενοι σε καινούριες, μουράτες, ντιζαϊνάτες, με δήθεν ευρεία ποικιλία πίτσας-σπαγγέτι (καμία απο δαύτες δεν έχουν ανταπόκριση στην Ιταλία) με υποχρεωτικό ξυλόφουρνο για πιο αισθητική...

Έλα όμως που, ακόμα κι αυτές, οι καλοφαγάδες Ιταλοί δεν τις αναγνωρίζουνε για δικές τους και τις βρίσκουν λαδερές, υπερβολικά παχύ το προζύμι και παραφορτωμένες αλλεπάλληλες επιστρώσεις υλικών, αφού ο λιγούρης νεοέλληνας ζητάει τα πάντα όλα πάνω στην πίτσα, ωσάν να πρόκειται για ποικιλία ούζου...

Το βασικό συστατικό της πίτσας είναι η λιτότητα. Λέει σωστά ο Χατζής «η πείνα τρέφει τα παιδιά κι ο ύπνος τα γερνάει». Η παραδοσιακή ναπολιτάνικη πίτσα, ήταν το φαΐ του φτωχού=Ένα ψωμάκι-πίτα με πασπαλισμένα υπολείμματα απ’ το χτεσινό φαγητό (κανά κρομμύδι, καμιά ελίτσα, φρέσκια ντοματούλα κι όξω απ’ την πόρτα, όπως λένε).

Η πλάκα είναι, ότι κατά πάσα πιθανότητα η πίτσα, έλκει την καταγωγή της απο την αρχαιοελληνική ταπεινή πιτούλα και ιδίως τον πλακούντα με μέλι (όπως περίπου τις φτιάχνουν ακόμα οι ελληνικότατοι Κρήτες στα Σφακιά κι ας λέει ο Καζαντζάκης), ίσως και με κάποιες επιρροές από την Αραπιά.

Άραγε, η νεοελληνική προτίμηση για την πυραμιδωτή (τίγκα στο δευτεράντζα υλικό) πίτσα με τα κάλπικα όσο και βαρύγδουπα ψευτο-φράγκικα ονόματα, έρχεται σε προφανή αντίθεση προς το ελληνέζικο «μηδέν άγαν» και καταδεικνύει το ποσοστό μας σε περιεκτικότητα ελληνικής παιδείας (!)

Σ.Σ. Προκειμένου να παρηγορηθούν οι ελληνολάτρεις, να προστεθεί ότι η εγκλέζικια λέξη «μπέικον» είναι ελληνικής προελεύσεως, διότι προέρχεται απο το τριγενές και τρικατάληκτον ουσιαστικοποιημένον επίθετον ο μπέικος-η μπέικια-το μπέικον, επίρρημα: μπέικα (την περάσαμε), βλ. άλσος Βεΐκου και προέρχεται από την υποτακτική του ρήματος βαίνω (βλ. το Ηρακλειτιώτικο «τα πάντα ρει και ουδέν μένει, δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»)!

-Πάμε για κανά βρώμικο;
-Εγώ ψήνομαι για πίτσα λαμαρίνα. Έχει ένα χλιμίτζουρα εδώ στη γωνία. Είσαι;
-Τί’ πες τώρα; Φύγαμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί αναπόφευκτη μετα(π)αύτωση των εκφράσεων «τι πίνεις και δεν δίνεις;» και «θα μας τρελάνεις;».

Ειδοποιός διαφορά: Δεν συμβιβαζόμεθα με το να πίνει κάποιος και να μην μας δίνει και ωσεκτουτού διαπραγματευόμαστε στην ψύχρα το τίμημα της κυριολεκτικής τρέλας, αντιπαρερχόμενοι κάθε ρητορικό «θα μας τρελάνει;»

Η έκφραση αυτή αντικατοπτρίζει το angst των καμένων μας καιρών και φοριέται αρκετά.

Ασίστ: Πάτσης.

- Δεν μπορώ όμως να μη σχολιάσω τα καταπληκτικά αποτελέσματα χτεσινού γκάλοπ στο MEGA. Απευθύνεται και ρωτάει τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ μεταξύ Βενιζέλου - Παπανδρέου:

* Ποιον θεωρείτε καταλληλότερο αρχηγό; Τον Βενιζέλο. * Ποιον θεωρείτε πιο ειλικρινή; Τον Παπανδρέου. * Ποιος είναι πιο αποφασιστικός; Ο Βενιζέλος. * Ποιος είναι πιο ενωτικός; Ο Παπανδρέου.

Διαβάζω κάτι λάθος ή ν' αλλάξω γυαλιά, γιατρέ μου; Απλό το συμπέρασμα: Οι εμπλεκόμενοι στα του ΠΑΣΟΚ και οι ενασχολούμενοι με το ποιος θα 'ρθει, ποιος θα φύγει, προτιμούν, λέει, για αρχηγό έναν που να λέει ψέματα, αλλά με αποφασιστικό τρόπο καθότι ως διασπαστικό στοιχείο είναι ο ικανότερος!! Πόσα θέλετε να μας τρελάνετε;;
(από εδώ)

- Με δηλώσεις του στα βραζιλιάνικα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ο Ριβάλντο αναφέρθηκε με απαξιωτικά σχόλια για το ελληνικό πρωτάθλημα, χαρακτηρίζοντας το πρωτάθλημα του Ουζμπεκιστάν ως καλύτερο!! Πόσα θες να μας τρελάνεις, Ρίμπο;
(από εδώ)

- EΡT: Πόσα θες να μας τρελάνεις; 1,2 εκατ. € έδωσε η ΕΡΤ για νέα εταιρικά σήματα!
(από εδώ).

Σχετικό σουξέ, νομίζω? (από Vrastaman, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρομοίωση: Ακατάστατος και βρώμικος χώρος.

Εκ του ομόηχου ουραλοαλταϊκού τσαντίρ=γιούρτα/σκηνή.

Προέρχεται από την αντιπαραβολή ενός τέτοιου χώρου με τα γνωστά αντίσκηνα των αθιγγάνων, τα οποία θεωρούνται μπιχλώδη και γιουσουρουμτζήδικα. Οι καθάργιοι νεοέλληνες κοροϊδεύουνε απο παλιά τους γύφτους και πρόσφατα τους αλλοδαπούς (βλ. «πού πα ρε αλβανέ/ταλιμπάν» κ.τ.λ.), δεδομένου ότι είναι φιλόξενος, αλλά και φιλοπαίγμων μεσογειακός λαός (λέει).

Εξ άλλου, γνωστή και η παρανόηση του εν δυνάμει συνωνύμου: μπουρδέλο (=βρώμικος & ακατάστατος χώρος), δεδομένου ότι το μπουρδέλο κάθε άλλο παρά βρώμικο είναι. Όταν κάποιος λέει ότι «εδώ μέσα είναι μπουρδέλο»/«μπουρδέλο το πέρασες;» κτλ, το αληθώς σημαινόμενο είναι ότι οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει οτιδήποτε, αρκεί να πληρώσει (βλ. «με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου»), το οποίον με τη σειρά του είναι πάλι εσφαλμένο, διότι ορισμένα βίτσια γίνονται μόνον κατόπιν συμφωνίας, δηλ. μόνον αν συναινεί η πόρνη και βέβαια έναντι αυξημένου αντιτίμου...

Καθάρισε και λίγο εδώ μέσα ρε χλιμίτζουρα! Τσαντίρι το' χεις κάνει το δωμάτιό σου πια!

Το τελευταίο Αλ Τσαντίρι. (από Hank, 14/07/09)(από Hank, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται χάριν υπερβολής για να τονίσει το τεράστιο μέγεθος του περιγραφομένου αντικειμένου-έννοιας-χαρακτηρισμού.

(όπου Μασαχουσέτη, aka Massachusetts, aka Μασατσιούσετς, aka Μασαπούτσες, πολιτεία των ΗΠΑ).

- Ρε Καραχάλιος, εσύ που είσαι και γραφιάς, για πε: ο Ρερέτσικας από την Θήβα (την εξωτική), μήπως είναι λίγο βύσμα;

- Λίγο;;; Από δω μέχρι τη Μασσαχουσσέτη... Αύριο φεύγει πάλι με άγραφη το μουνόσκυλο και ο παλιός τ' αρχίδια του...

- Δε σε χάλασε γέροντα! Θα πήξει η μούνα σου το Σου/κού!

- Σκοποί! Τιιιιιι... κάνουμε εδώ;

- Αλτ τις ει!

(κ.ο.κ.)

σ.ς.: η ανωτέρω ιστορία απαντάται πολλάκις και με διάφορες παραλλαγές στον Ε.Σ. και συνήθως καταλήγει με αναφερόμενους από τον εφοδεύοντα, φυλακές απ' τον δίκα, και τον εκάστοτε Ρερέτσικα να ξύνει τ' αρχίδια του σπιτάκι του,

Ηadise deli oğlan (από BuBis, 30/06/09)τρελό αγόρι... (από BuBis, 30/06/09)τρελός σκέτο... (από BuBis, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας, αναφορικά σε ένα προϊόν πρώτης ποιότητας ή μια κατάσταση γενικότερα που τα σπάει και γουστάρουμε.

- Καλώς την κυρα-Περμαθούλα μας! Έχω κάτι κεράσια σήμερα, άλλο πράμα! Να βάλω;

...γύρω στο 1:46... άλλο πράμα! (από Jonas, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified