Further tags

Βρίσκομαι σε κατάσταση εξαιρετικά κακής διάθεσης λόγω βαρεμάρας, ή κακής παρέας.

Άσε ρε φίλε, βγήκα με ένα ταγάρι και με πήγε σε φεστιβάλ Αγγελόπουλου. Η κάμερα εστίαζε για δύο ώρες σε ένα βράχο... εκείνη την είχε καταβρεί, και εγώ βαρούσα ενέσεις!

Πιάσε την σύριγγα τσιμπητέ! (από Vrastaman, 11/09/08)σε τέτοια κατάσταση ήταν το παιδί... (από jesus, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλώνω τον όχι και τόσο πολύτιμο χρόνο μου σε αδράνεια, κωλοβαράω, πλήττω.

Ισχύει τόσο λόγω πραγματικής έλλειψης δουλειάς (πχ ελλείψει πελατών σε κατάστημα) όσο και λόγω ιδεολογικής στάσης ζωής.

Ανάθεμά σε ΙΚΕΑ, όλοι οι μαραγκοί βαράμε μύγες!

Σόκ και δέος (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακογουστιά στον υπέρτατο βαθμό, στερούμενη ωστόσο της γοητείας που το κιτς μπορεί ενίοτε να επιφέρει (kitsch value).

Παραδείγματα: Οι 4 Εποχές του Βιβάλντι, οι πανταχού παρόντες και πανομοιότυποι πίνακες του Σταθόπουλου και του Μυταρά (με «προσωπικές» μάλιστα αφιερώσεις), κεραμίδια πάνω στους τσιμεντόλιθους, το νυχάκι στο μικρό δάχτυλο για να ξύνουμε και να ξυνόμαστε, τα Cohibas, η ανδρική καδένα φάκα ντόρο, κοκ)

- Άτσα ο Νώντας με την Cayenne και το φυμέ τζάμι!

(από Vrastaman, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια προσπάθεια, συνήθως μεγαλεπήβολη και με καλή πρόθεση, η οποία όμως στέφεται με απόλυτη και οικτρή αποτυχία. Το αποτέλεσμά της είναι αποκρουστικό, κιτσάτο και καταγέλαστο. Πολλές φορές οι δημιουργοί της εν λόγω παπαριάς δεν έχουν επίγνωση του ανουσιουργήματός τους.

Παραδείγματα: τα περισσότερα έργα του Καλατράβα, η Ροζ βίλα της Εκάλης, η μουσική του Σπανουδάκη, το κόμμα του Αβραμόπουλου, η Γενιά του Πολυτεχνείου, η επιχειρηματολογία του Κεντέρη και της Θάνου το 2004, κ.ο.κ.

- Ο Πρωθυπουργός είπε ότι θα πάει το μαχαίρι στο κόκκαλ(η).
- Παπαριές καμαρωτές!

(από pavleas, 19/01/09)

Βλ. και αρλούμπες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Οι νεότερες (και της μοδός) σαγιονάρες που σχεδόν στο σύνολό τους κατασκευάζονται από αφρώδες υλικό (με κάποιες παραλλαγές σε δέρμα). Σε αντίθεση με τις κλασσικές, λεπτές κίτρινες σαγιονάρες που κυκλοφορούσαν τις δεκαετίες του 70 και του 80, οι νέες διατίθενται σε άπειρους συνδυασμούς χρωμάτων και σχεδίων.
Αναβιωτές του είδους, οι εταιρίες beachwear και streetwear, πρωτοστατούσης της Βραζιλιάνικης Reef. Με το μπουμ της αγοράς, όλες οι εταιρίες αθλητικών ειδών μπήκαν στο παιχνίδι, παρασύροντας και τους μεγάλους οίκους μόδας οι οποίοι ως συνήθως έφτασαν το είδος σε επίπεδα υπερβολής.

β. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, flip-flop χαρακτηρίζονται οι περιπτώσεις όπου δημόσια πρόσωπα (ως επί το πλείστον πολιτικοί), είναι αρχικά υπέρ ενός θέματος και ξαφνικά είναι κατά (ή το αντίστροφο). Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις εκλεγμένων προσώπων (Γερουσιαστές και μέλη του Κογκρέσου), όπου η αλλαγή της γνώμης τους συνδυάζεται με την αντίστοιχη αλλαγή της ψήφου τους για κάποιο νομοσχέδιο.
Τα flip-flop παίζουν μεγάλο ρόλο στις εκλογές (ως όπλο στα χέρια αντιπάλων), ειδικά όταν έχουν προκύψει για σημαντικά νομοθετήματα (π.χ. αμβλώσεις, συντάξεις, υγεία, άμυνα, μεταναστευτική πολιτική). Παράδειγμα: ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2004 John Kerry, κατηγορήθηκε ως flip-flopper λόγω των θέσεων και ψήφων του στη Γερουσία, στο θέμα του πολέμου στο Ιράκ.

Στην Αγγλία, χρησιμοποιείται η φράση: U-Turn.

  1. Φίλε είδες τα φετινά flip-flop της Volcom; Απίθανα σχέδια.

2. - Καλά, ο Τατούλης πριν λίγο καιρό δεν έλεγε ότι δεν θα υπερψηφίσει το χωροταξικό νομοσχέδιο; Πώς και το ψήφισε τελικά; - Άσε με μωρέ, αν ήταν στην Αμερική θα τον λέγανε flip-flopper!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί τον άσχετο με την τεχνολογία και ειδικά με την κινητή τηλεφωνία.

Βγαίνει από το χαμηλ(ή) μπαταρ(ία).

Πού 'σαι μεγάλε! Ο Χαμήλ Μπατάρ που σου έστειλε μήνυμα, δεν είναι καποιος άραβας τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο έχει καταντήσει τόσο συνηθισμένο, που έχει ή κοντεύει να εξευτελιστεί, το κλισέ. Συνήθως στο ρηματικό τύπο γίνομαι σούπα.

  1. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα 2 thread με το ίδιο ακριβώς κείμενο (που έχει γίνει σούπα πλέον).

  2. (Περί «Κωνσταντίνου και Ελένης» ο λόγος:)
    Αίσχος δε την αντέχω άλλο αυτή τη σειρά έχει γίνει σούπα 2-3 χρόνια παίζει ασταμάτητα 40-50 επεισόδια. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  3. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    [...] δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξενέρωμα την στιγμή που παίζεις και έχεις μπει στο παιχνίδι (βράδυ με μουσική υπόκρουση στο τέρμα με τα ακουστικά εννοώ) να βλέπεις την Lara να χάνει το ένα της πόδι μέσα στον τοίχο ή όταν πατάς το num 0, να βλέπεις στιγμιαία μέσα στο κεφάλι της, και όλα αυτά εν έτει 2003 όπου το 3d έχει γίνει σούπα...

  4. (από διαδικτυακό φόρουμ, για τη Μερσεντές Ε200)
    Το συγκεκριμένο αμάξι κατά την γνώμη μου, εκτός απ' το ότι έχει γίνει σούπα, έχει και μια απίστευτη έλλειψη χαρακτήρα. Εξωτερικά είναι ένα ωραίο(;) σύνολο που δεν έχει τίποτα ξεχωριστό, τίποτα που θα σε κάνει να σταθείς να το χαζέψεις λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί επιφωνήματος, χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που είναι τόσο ηλίθιες, ξεκάρφωτες, κουλές ή απλά παράλογες που κανείς δε μπορεί να σχολιάσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναφωνήσει: «Ό,τι νά 'ναι!».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο.

- Ρε... καλά δε παίρνει γραμμή αυτός ο Γιάννης! Τού 'χουν βάλει κεφαλάκια από σπίρτα μέσα στα τσιγάρα, ανάβει, και το τσιγάρο γίνεται πυρανάλωμα, και αυτός όχι μόνο δεν το καταλαβαίνει αλλά γυρνάει και λέει ωΧμμ... Έχουν ένα παράξενο άρωμα αυτά τα τσιγάρα!»
- Αχαχαχά! Σοβαρά;;; Πώωω... ό,τι νά 'ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified