Further tags

Αργκό των μουσικών, για το (μουσικό) όργανό τους, είτε ως ειρωνικό σχόλιο (λόγω μακρόχρονης αχρησίας), όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για πολλά αδρανή πράγματα- προσώπατα, είτε επαινετικά (π.χ. το εργαλείο) που προέρχεται απο το ξύλινο σκάφος τους (π.χ. μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κλπ), αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλα διαφόρων υλικών κατασκευής (π.χ. τουμπερλέκι, σαξόφωνο κλπ).

  1. Αχρησία:

Εμφανίσθηκε κάποτε σε πίνακα αγγελιών, γνωστού κυψελιώτικου στούντιο μουσικής, αυτογνωσιακή αγγελία πώλησης κιθάρας λόγω ελλείψεως ταλέντου (!)

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, μεταξύ άλλων έγραφε ότι σε περίπτωση που ο ενήλικος υιός, που έχει συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας του και επί 5 έτη από της συμπληρώσεως δεν εργάζεται, λογίζεται έπιπλο και δύναται να πωληθεί ως τέτοιο...

Οι λόγοι αχρησίας μουσικών οργάνων ποικίλουν: Π.χ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπιθύμητο δώρο προς ανήλικο, στον οποίον έχουν επιβάλει στανικά τον όρο της εκμάθησής του οι γονείς του (διότι τα παιδιά των καλών οικογενειών παίζουν πιάνο κλπ-κλπ), διότι ο ανήλικος θέλησε ο μαύρος να μάθει, πλην υπέστη επανειλημμένως την τραυματική γονική παραγγελιά- χαρτούρα ενώπιον τρίτων «Κωστάκη παίξε μας κάτι στο φλάουτο» κλπ-κλπ και εγκατέλειψε, διότι δεν διάβαζε παρτιτούρες, προτιμώντας να παίζει «με το αυτί» και τόνε πόνεσε, διότι η δασκάλα είχε λάβει ύφος βικτωριανής νταντάς σε συνδυασμό με Μίστερ Μυγιάκι (βλ. σε χώνω για να μάθεις) και επέπληττε δριμύως το ανήλικο κάθε φορά που «κόμπιαζε» μουσικώς, χτυπώντας το στα δάχτυλα με αποικιακή βίτσα και τα μούτζωξε, διότι το σπίτι έμπαζε υγρασία και το όργανο σκέβρωσε, διότι έμαθε μεν το όργανον, πλην όμως η καθημερινόπιτα ισοπέδωσε κάθε αισθητική του αναζήτηση μετά την ενηλικίωση, διότι η γιαγιά που έπαιζε μαντολίνο απεβίωσε-ζήτω η γιαγιά (!)

Ειδικά οι παλιότερες γενιές (π.χ. μέχρι το 1920-1930), σκάμπαζαν ανεξαιρέτως από οιοδήποτε είδος μουσική (π.χ. δημοτικά με φλογέρα) κι είχαν πάντα μέσα σε κάθε σπίτι (φτωχό ή πλούσιο) τουλάχιστον ένα μουσικό όργανο, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο (ή αποτελούσε πολυτέλεια) και τηλεόραση κι έτσι η αναγκαία μουσική υπόκρουση για την διασκέδαση κατά μόνας ή στις βεγγέρες, εξαρτώνταν από τον ίδιο τον αμφιτρύωνα ή κανα φίλο-συγγενή που ήξερε να παίζει. Αραιά και που, στα μεγάλα καζάντια ή σε εξαιρετικά γεγονότα (π.χ. γάμος κλπ), καλούσαν τα όργανα (επαγγελματίες), προκειμένου να παίζουν καλύτερα αλλά και για να μην ταλαιπωρούνται οι γλεντοκόποι (όποιος ερασιτέχνης έχει βγάλει ολονύχτιο πρόγραμμα έστω και με κιθάρα παραλίας θα καταλάβει)...

Οι νεοέλληνες τόσο μυαλό είχαν, που όχι μόνο δεν έμαθαν να παίζουν αλλά διέπραξαν το έγκλημα να πετάξουν ή να πουλήσουν στα γιουσουρούμια τα παλιά μουσικά όργανα των προγόνων τους, θεωρώντας τα προφανώς «έπιπλα», λες και τους ζητούσανε ψωμί. Χαρακτηριστικά, στην κατά τα λοιπά απολαυστική «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), μαζί με την μασίφ χειροποίητη σερβάντα που αντικαταστάθηκε από ένα νοβοπάν ψωρο-μπαράκι με τροχούς για το ιουίσκι (sic), πήρε εξόδου και το πιάνο με τα κηροπήγια (!) και στη θέση του βάλανε ένα αμερικάνικο ραδιόφωνο, δίκην εκμοντερνισμού...
(Σήμερα παίρνουμε ΙΚΕΑ να βολευτούμε όπως-όπως, αφού δε χωρούν τα παλιά ποιοτικά αλλά μονοκόμματα έπιπλα στα κονσερβοκούτια που χτίσαμε γκρεμίζοντας τα νεοκλασικά).

  1. Καμάρι

Η επαινετική χροιά της έκφρασης, ανάγεται στην ψυχική εγγύτητα που νιώθει ο μουσικός με το όργανό του. Το φροντίζει, το συντηρεί και το διακοσμεί (είναι πασίγνωστα π.χ. τα προσωπικά λαϊκά ξόμπλια των οργάνων των μπουζουκτσήδων, ακόμα κι οι λατέρνες που θεωρούνταν μουσικά όργανα σημαιοστολίζονταν).

Είναι η αχώριστη συντροφιά του (βλ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» Μ. Βαμβακάρης), πάντα ταξιδεύει μαζί του (αν είναι φορητό) παίξει-δεν παίξει, το ψωμί του, το μεράκι του (βλ. «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» Π. Γαβαλάς / «Ο κυρ-Θάνος πέθανε» Γ. Μπιθικώτσης κ.α.), η περηφάνια του (βλ. «Απόψε το μπουζούκι σου» Β. Τσιτσάνης), η μουνοπαγίδα του (βλ. αναγκαστική εκτέλεση «έντεχνου» προς άγραν γκομενίτσας κουλτουριάρας-αν και σπανίως γαμεί ο κατάκοπος οργανοπαίχτης αλλά μάλλον φτιάχνει την κατάσταση και δράττονται της ευκαιρίας οι λοιποί άρρενες-λύκοι να κάνουν παιχνίδι), η ερωμένη του (έλεγε ο B.B. King «μάθαινα κιθάρα να παίζω στα κορίτσια-όταν οι άλλοι χτυπούσαν γκόμενες εγώ έκανα πρακτική-κάποια στιγμή που έφτασα να παίζω καλά και να γουστάρω, είπα δεν ασχολούμαι με γκόμενες, έχω την κιθάρα μου»), εν τέλει η προέκταση του εαυτού του.

Για το λόγο αυτό, είναι τραγικό για έναν μουσικό (κουτσουρεύεται η προσωπικότητά του) να του αφαιρείται το όργανο στη φυλακή και να σαπίζει στην αποθήκη, αφού πειθαρχικά (αυτό τους μάρανε) δεν επιτρέπονται οι οργανοπαιξίες, που στο κάτω-κάτω αποβαίνουν ανακουφιστικές για τους κρατουμένους κι αποσοβούν την ένταση (εκνευρισμοί-μαχαιρώματα κλπ) της κλεισούρας.
Βέβαια, τα μαγκάκια προκειμένου να βγάλουνε το κασαβέτι τους, πάντα βρίσκανε έναν τρόπο να βάλουν ζούλα στη στενή ένα μικρό όργανο (π.χ. μπαγλαμαδάκι) ή αλλιώς το φτιάχνανε υποτυπωδώς μόνοι τους με ένα κούτσουρο που το σκάλιζαν εσωτερικά ή το έκαιγαν υπομονετικά με κάρβουνο.

Σημειωτέον, ό,τι έπιπλο (ή κουτί ή εργαλείο κλπ) καλείται και το τάβλι, ποτέ όμως ένεκα αχρησίας, αλλά πάλι λόγω του ξύλινου σκάφους του, το οποίον μπορεί να αποβεί φονικόν όπλον εις χείρας ασυνειδήτου παίκτου, είτε μεταφορικώς (ο νικητής φονεύει την αυτοπεποίθησιν και τον ναρκισσιμόν του ηττηθέντος) είτε κυριολεκτικώς (ο ηττηθείς του το σβουρίζει στο κεφάλι)...

- Ποιον παίρνεις;
- Τον Στέλιο, έχω να τον δω πολύ καιρό κι είπα να μαζευτούμε σπίτι το βράδυ όλοι μαζί. Είσαι;
- Αμέ! Ρε συ, δεν παίρνεις και το Μήτσο να φέρει το έπιπλο, να μας παίξει κανα ταξιμάκι να γουστάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. || (επέκτ., οικ.) πολύ χοντρό παλτό. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)] (Τριανταφυλλίδης)

Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από το μαντάνι για να πυκνώσει.
(http://www.servitoros.gr/dirfi/view.php/47/798/)

Σήμερα το λέμε αστειευόμενοι μόνο, για το βαρύ παλτό που όμως δεν είναι ιδιαιτέρως κομψό, θυμίζει αμπέχονο ένα πράμα. Και είναι σαφώς μπαμπαδισμός...


Δεν ξέρω αν και στην ελληνική σλανγκ η πατατούκα σημαίνει και τον γάρο, αλλά στην αγγλική, η λέξη reefer έχει και τις 2 έννοιες αυτές.
http://www.answers.com/topic/reefer

  1. μωρη Βασιλου τσακου να βανου τ'πατατουκαμ οξω, φσοκοπα'ι κι θα παγωσου...
    (από την Επανομή, http://www.pardalilexi.gr/words.php?id=784)

  2. - Ωραίο παλτόοοο!
    - Τι; Αυτή η πατατούκα; Επειδή το πουλάει ο Καρούζος 2 χιλιάρικα, ρε ψώνιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έπιπλο, το οποίο ο νεοέλληνας χρησιμοποιεί ως ακουμπιστήρι για τα συμπράγκαλα τα οποία τον βαραίνουν όλη τη μέρα. Κομπολόι, κινητό, κλειδιά και τσιγάρα. Η μοντέρνα ελληνίς τα έχει όλα στην τσάντα, την οποία και αυτή αφήνει στο εν λόγω έπιπλο. Ενίοτε, με αυτόν τον όρο εννοούμε και τον ευρύτερο χώρο, στον οποίο αυτό το έπιπλο βρίσκεται. Είθισται να υπάρχει και ένας καθρέφτης, στον οποίον αφού φτιαχτεί, ο νεοέλληνας φτύνει δίνοντας τα εύσημα στη μάνα του για τα πνευματικά δικαιώματα της δημιουργίας.

Να σημειωθεί, ότι η ανυπαρξία ενός όρου να περιγράψει το εν λόγω έπιπλο, φτωχαίνει αφάνταστα την, κατά τα άλλα, πλουσιοτάτη ελληνική γλώσσα. Και ο σοφός λαός, αφού οι πνευματικοί ταγοί δεν εφευρίσκουν μία λέξη, διέφυγε στον αδόκιμο αυτό όρο.

  1. - Πού είναι ρε αγάπη το τηλεκοντρόλ;
    - Νομίζω ότι το είδα στο καθώς μπαίνεις.
    - Ένα χάλι σε αυτό το σπίτι, μα τίποτα να μην είναι στη θέση του; .....Α! νά το! (βλέμμα στον καθρέφτη) Φτου σου παλικάρι μου! Πού 'σαι ρε μάνα να δεις τι έβγαλες!!!
    - Μιλάς μόνος σου ρε θεοπάλαβε;
    - Ναι, λέω πόσο κωλόφαρδη είσαι που με τύλιξες!

  2. - Μην ξεχάσεις να μου αφήσεις τις φωτογραφίες του παιδιού, να πάω να του βγάλω διαβατήριο.
    - Μην ανησυχείς, το πρωί θα σου τις αφήσω στο καθώς μπαίνεις, πλάι στα τσιγάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μουσταλευριά, που παρεμπιπτόντως είναι η εποχή της τώρα, είναι ένα γλύκισμα (κατηγορίας ρυζόγαλου, σε μπολάκι, που το προτιμούν οι μπαρμπάδες και οι θείες), φτιαγμένο από μούστο (αγίνωτο κρασί, χυμός που βγάζουν τα πατημένα σταφύλια, συνήθως τα κόκκινα), αλεύρι και καρύδια.

Πέραν από γλυκό, είναι και μπαμπαδοσλάνγκ. Αποκαλείται μουσταλευριά ο πονηρός. Συνήθως εξέρχεται από στόματα παππούδων προς εγγονούς, ή παππούδων με την ευρύτερη έννοια για παρδαλές κοπελιές. Είναι ένας από τους κλασικούς μπαμπαδισμούς που αντικαθιστούν λέξεις σόκιν.

- Έλα εδώ ρε κατεργαράκο.
- Ναι παππού!
- Πόσες φορές σου είπα να μην πηγαίνεις στα παρτέρια;
- Να βάλω και αυτές από πέρσι;
- Είσαι μια μουσταλευριά, άλλο πράμα

- Ξέρεις ποιον είδα χθες;
- Τον Φρατζέσκο, τον είδα κι εγώ, και ζήλεψα και λίγο. Είδες με ποια νταραβερίζεται; - Σιγά μη δεν ξέρω αυτή τη μουσταλευριά. Θα του φάει ότι είναι να του φάει, και μετά θα τον παρατήσει.

(από electron, 16/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικός ορισμός - σπεκ στους προλαλήσαντες: η έκφραση «από χέρι», όπως έχει προαναφερθεί, σημαίνει χωρίς αμφιβολία, κατευθείαν και, αναφορικά με αναμέτρηση, βέβαιη και προδιαγεγραμμένη επικράτηση (π.χ. κερδισμένος από χέρι) ή ήττα (π.χ. την πουτσίσαμε από χέρι).

Άλλη μια έννοια της έκφρασης είναι, η πιο γλυκιά και γούτσικη: «από χέρι αγαπημένο».

Χρησιμοποιείται κυρίως για δώρα και συνοδεύεται από πειράγματα, πονηρά γελάκια, μισοκλείσματα των ματιών, ερυθήματα προσώπων και λοιπά. Όταν κάτι χαρακτηρίζεται ως «από χέρι», πα να πει μας το κανε δώρο το αντικείμενο των τρυφερών μας συναισθημάτων γενικώς, συνήθως γκόμενος / γκόμενα, και βέβαια παίρνει άλλη διάσταση, από ιερή έως και μυθική.

Π1 Εδώ: Χαζεύω τη Βίλα Αμαλίας και σκέφτομαι πως κρατάει ακόμα, αυτή η κολόνια. Έχω κι εγώ μια chanel, δώρο από «χέρι», εδώ και δεν θυμάμαι πόσα χρόνια. Το χρώμα της έχει αλλάξει και η μυρωδιά της, δεν είναι το ίδιο έντονη.

Π2 Εδώ: Χτες πήρα ένα δώρο «από χέρι», μια κρυστάλλινη αχιβάδα που την έχω όλη μέρα και την χαζεύω μπες-βγες. Είναι ένα υπέροχο πρίσμα, ουράνια τόξα παντού στον τοίχο, τις κουρτίνες, τα βιβλία, τους πίνακες, μαγεία... με ηρεμεί και με κάνει να χαμογελάω και μόνο που την βλέπω...

Π3 Εδώ: Juanita La Quejica said... Δεν γελάμε, χαμογελάμε! Ένα παρόμοιο γούρι, αρκουδάκι όμως, έχω στα κλειδιά μου αρκετά χρόνια, γιατί είναι δώρο από «χέρι». Από τις δύο ανηψιές μου. Έχει ελαφρώς ταλαιπωρηθεί, αλλά δεν μου πάει καρδιά να το αλλάξω.

Π4 Εδώ: Ειμαι ο ιδιοκτήτης της μπανάνας. Παρακαλώ μπορείτε να μου τη στείλετε; Είναι δώρο από «Χέρι», το οποίο παρεπιπτώντος αντικαθιστά τη μπανάνα οσο καιρό την ψάχνω...

Π5 Τα κορίτσια είναι μαζεμένα στο σπίτι της Σοφίας και ετοιμάζονται για το πάρτυ. -Ρε Σοφία να βάλω αυτά τα σκουλαρίκια σου με τις καρδούλες; Αφού εσύ φοράς τα χρυσά...
(Σοφία - κόβει την προηγούμενη κίνησή της στην μέση, γλαρώνει, μειδιά με γλύκα και αναπόληση:)
-Βρε Κατερίνα μου, γκχμ, όοοοχι αυτά, διάλεξε τίποτα άλλο από το κουτί...
-Μπα; (πονηρό γελάκι) γκατάλαβα, γιατί όχι αυτά; Από χέρι είναι;
-Ε, γκχμ, μου τά 'κανε (σ.ς. δώρο) ο Απόστολος, δεν θέλω να δει να τα φοράει άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεπτά τριχοειδή εξογκώματα - απολήξεις, που βρίσκονται πάνω στα καινούρια λάστιχα, αυτά που μόλις βγήκαν απ' το εργοστάσιο και δεν έχουν ακόμα πατήσει χώμα ή άσφαλτο (απάτητα).

Τα ακροφύσια του ελαστικού, στο πιο επιστημονικό. Τα ελαστικά χύνονται σε καλούπια, και οι τρίχες αντιστοιχούν στις οπές από όπου πέρασε (χύθηκε) το ρευστό καουτσούκ που κατόπιν στερεοποιήθηκε μέσα στο καλούπι.

Δεν έχουν καμιά πρακτική χρησιμότητα. Μετά από ελάχιστο διάστημα πατήματος του ελαστικού, αποκόπτονται.

Ο μόνος λόγος που ασχολούμαστε εδώ με τρίχες: η ύπαρξη των εν λόγω απολήξεων αποδεικνύει πως το πατούμενο είναι φρέσκο και απάτητο, προσφέροντας προφ άριστη πρόσφυση. Το αντίθετο ενός φρέσκου και δροσερού πατούμενου είναι το ξερό ή ξεραμένο (πολυκαιρισμένο) ή το φαγωμένο (για τους καυλοτίμονους που αρέσκονται σε σπινιαρίσματα, κοκαλώματα, πατικωλίδια και λοιπά ινδιάνικα κόλπα).

Κι αν το λαστιχάκι είναι καινούριο, τότε μάλλον και όλο το εργαλείο είναι όπως βγήκε από τη μαμά του, της κούτας.

- Καινούριο είναι φίλε το μηχανάκι, όπως το πήρα απ' την αντιπροσωπεία, με τις τρίχες, δε βλέπεις;

Ισοδύναμες εκφράσεις:

  • [i]Mε τις ζελατίνες,
  • Δεν έχω προλάβει ούτε να κλάσω στο κάθισμά του,
  • Παρθένα.[/i]
  1. Το να φερμάρεις αμάξι ή μηχανάκι με τις τρίχες, δλδ καινούριο, θεωρείται ύψιστη επιτυχία για τα κυκλώματα που κλέβουν οχήματα και εν συνεχεία τα εμπορεύονται, συνήθως υπό μορφή ανταλλακτικών.

  2. - Τα έμαθες για το Νικολάκη; Μόλις έχασε καινούριο Fazer, μια βδομάδα σκάρτη να το κράτησε. Του το βούτηξαν μέσα απ' το γκαράζ του σπιτιού του, έτσι, με τις τρίχες απ' τα λάστιχα απάνω...

(από johnblack, 06/10/09)(από Vrastaman, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς έκφραση μεγαλοποίησης της αρεσκείας ενός ατόμου ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση κλπ...

Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης

— Πώς ήταν η έκθεση μοτοσυκλέτας ρε μπίου;
— Καλά μπρο δεν πιάνεις, και γαμώ λέμε ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Π.Ε. που χρησιμοποιείται στον στρατό για χαλασμένα όπλα, εξαρτήματα κλπ. Σημαίνει «Προς Επισκευήν». Χρησιμοποιείται όταν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση διάλυσης, είτε από ψυχική είτε από σωματική ταλαιπωρία. Χρησιμοποιείται επίσης και με την κυριολεκτική σημασία του, π.χ. «Ο μαλάκας τράκαρε το καινούριο αμάξι του μπαμπά του και το 'βγαλε ΠΕ».

  1. Πώ ρε μαλάκα, από χθες βράδυ μετράω ανταλλακτικά. Βγήκα ΠΕ, σου λέω.

  2. Η γκόμενα δεν παίζεται, όλη νύχτα χθες μ' έβγαλε ΠΕ!

  3. Το γάμησε το αμάξι, όλο χειρόφρενα και σπινιαρίσματα, το' βγαλε ΠΕ.

Ferrari Enzo (από panos1962, 28/10/09)Ferrari Enzo ΠΕ (από panos1962, 28/10/09)

Πρβλ Π.Ε.Ε./ B.L.R.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified