Further tags

Έκφραση των πενήνταζ και εξήνταζ, άγνωστης προέλευσης. Λέγεται όταν θέλουμε να πούμε κάτι στα αγγλικά, αλλά δεν ξέρουμε να πούμε ούτε λέξη. Συνηθιζόταν κατά την έξοδο από τα σινεμά της εποχής, οπότε γινόταν αναπαράσταση σκηνών, κυρίως γουέστερν, π.χ. «Τραβάει τα πιστόλια και του λέει κατάμουτρα: Τρικ μαϊ φόρτ

Λέγεται συνήθως με την έννοια του άριστου, του μέγκλα, κυρίως για ρούχα, παπούτσια ή άλλα είδη ένδυσης και υπόδησης.

- Πήρα παπουτσάκι τρικ μαϊ φόρτ! 80€, γουστάρεις;

- Πώ ρε καμπαρντινιά ο Λάκης; Τρικ μαϊ φορτ!

Βλ. επίσης τρικ μάι φορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτσαρία από την εποχή του παλαιού καλού Ελληνικού κινηματόγραφου που περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο, κάτι το ζαγοραίο, κάτι που τα τα σπάει ρε αδερφέ.

Η αρχική μορφή ήτο έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά οι γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, nein;

Ασίστ: BuBis

  1. - (Στο) καθιερωμένο πλέον βιβλιοφιλικό του παζάρι (...) στην Πλάκα (μπορείς να βρεις) βιβλία και περιοδικά του 19ου και του 20ού αιώνα, παλιές εφημερίδες, παιχνίδια (μούρλια), φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αφίσσες, ακόμα και παλιά ραδιόφωνα σε τιμές έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

  2. - Διαπιστώνω ότι το προγραμματάκι της Apple σου επιτρέπει να περάσεις σχετικά γρήγορα και οργανωμένα στο δίσκο σου τα μουσικά CD, έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έκφραση φιλοφρονήσεως-θαυμασμού προς οικείο, όπως «γεια σου ρε μαγκίτη / αλάνι / αλανάρχη / άλαν / μάγκα / μαγκιόρε / τσίφτη / τσικ-λεβέντη / καραμπουζουκλή» κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως ως «πού’ σαι ρε παίχτη;» ή «σωστός ο παίχτης!»

Παράγωγα: Παίχτουρας, παιχτούκλα, παιχτάκι κλπ.

Άλλωστε η έκφραση «παίζε μπάλα», μπορεί να σημαίνει και «παίζε κει πέρα» στο τάβλι, συνέχισε να εξηγείς (όπως «κάνε σενάριο»), «δούλευε ζάρι», κάνε τη δουλειά σου κι άσ' τα σάπια, χτύπα τη γκόμενα (το πεδίο είναι ελεύθερο) κλπ.

  1. Στην κλασσική αργκό του περασμένου αιώνος, το κομπολόι ή μπεγλέρι (αν και σήμερα λέγεται έτσι αυτό με τις δυο χάντρες που παίζεται νευρικά με τον αντίχειρα).

Συνήθως είχε δεκα-τρείς χοντρές χάντρες (κεχριμπάρι που σήμερα είναι πανάκριβο) και ουδεμία λειτουργική σχέση είχε (ούτε έχει) με το ροζάριο ή το κομποσκοίνι...
Απαραίτητο αξεσουάρ του κουτσαβάκη μαζί με:

  • Καβουράκι με «χλίψη» (=θλίψη δηλ. μαύρη περιμετρική ταινία πένθους για τους φόνους που διέπραξε ο φέρων) και βουλιάγματα στα πλαϊνά του πίλου ή τραγιάσκα με κουμπί (βλ. ρεμπέτικο «Βαρβάκειο») ή κούκο (εργατικό μονοκόμματο καπέλο με μικρό γείσο όχι πλατύ και τετράδιπλο σαν «του σκηνοθέτη»),
  • γιλέκο (ή μεϊντανογέλεκο)
  • παντελόνι «τρόμπα» (τζογέ),
  • σακάκι ανάρριχτο και κοστούμι ασορτί και κοκέτικο (!) με βαριά όμως πάντα χρώματα (μαύρο, γκρίζο ή καφέ βλ. αυτοβιογραφία Μ. Βαμβακάρη),
  • χτένα και μαντήλι στην κωλότσεπη (για στιγμιαίο σουλούπωμα-γυάλισμα/ξεσκόνισμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό βλ. και Ζήκο εν έτει 1963 στην Αθήνα, να λέει «τα παράπονά σας στο Δήμαρχο που δεν καταβρέχει», διότι περνούσε η υδροφόρα του Δήμου με τρύπια καζάνια, που έσταζαν νερό στο δρόμο για να κατακάτσει το χώμα),
  • κερασέα (μαγκούρα για εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων),
  • «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι» (πιστόλι και «δαμάσκηνα» ή «μούσμουλα»: σφαίρες),
  • «γκαρδιακιά» ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια», ή «διμούτσουνη» (=μαχαίρι) βλ. και Ν. Φέρμα ως κουτσαβάκη Νταούφαρη στην «Ανθισμένη Μυγδαλιά» (1959),
  • ζωνάρι (αρβανίτικα, ζινάρι) το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία όπως και σε όλους τους Ουραλο-αλταϊκούς λαούς,
  • στιβάλια τριζάτα (συνήθως υποχρέωναν τον τσαγκάρη να βάλει δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να κάνει γούτσου-γούτσου),
  • «πίττες» ή αφέλειες (κολλημένο τσουλούφι στο μέτωπο με μεδουλάρι: ζωικό λίπος),
  • ψεύτικες ελιές ζωγραφιστές ή σταμπαρισμένες με γραφίδα,
  • τσαμπουκάδες (ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές) στα χέρια και στο στήθος,
  • επιβλητικός μύσταξ (περιποιημένος με «μαντέκα»=ζωικό λίπος και διορθωμένος με μολύβι ή κάρβουνο),
  • βλοσυρό ύφος («συναχωμένο» βλ. «Συνάχης» Μ. Βαμβακάρης),
  • αργκό με ιδιαίτερη προφορά (συνήθως αρβανίτικη), και
  • σχετικούς ακκισμούς (πάτημα των τακουνιών πρώτα, απότομα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, στρίψιμο μουστακιού, μονόμπαντο βάδισμα βλ. έκφραση «σιγά τα βαρίδια» κλπ).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Τζογές, 1926, νεότερη έκδοση Βραδυνής 1937, Σώτος Πετράς,
  • Τα Παιδιά της Πιάτσας, Ν. Τσιφόρου α΄ έκδοση Ταχυδρόμος 1965, (ιστορία “Κονόμι συνταγματικό”), Αθήνα 1979, Ερμής,
  • Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ηλίας Πετρόπουλος 1996 Αθήνα, Νεφέλη,
  • Τουμπεκί, Π. Πικρός 1927, Αθήνα, Κάκτος,
  • Ο Πατροκατάρατος, Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Αθήνα 1845 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος. Βλ. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα. Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 («Η πεζογραφική μας παράδοση», αρ. 64), σσ. 111-142),
  • Αθηνών Απόκρυφα, Γεώργιος Ασπρίδης, (Αθήνα, ύστερα από το 1844. Σώζεται μόνο το πρώτο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο),
  • Η Επτάλοφος ή Ήθη και Έθιμα Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Ιωαννίδης ο Αγέρωχος, Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Η Ανατολή Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1855 (β΄ έκδ. με τον τίτλο: Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1866),
  • Απόκρυφα Σύρου, Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου, Μυθιστορία, τόμος Α΄, Ερμούπολη, τυπ. «του Έθνους», 1866 (α΄ δημ. εφημ. Σάλπιγξ της Ελευθερίας, Ερμούπολη 1863, β΄ έκδ. 1882),
  • Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως, Χριστόφορος Σαμαρτσίδης, Μυθιστόρημα. Μέρος πρώτον, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Επταλόφου, 1868, τόμος Β΄ (1868), τόμος Γ΄ (1868) – Μέρος δεύτερον, τόμος Α΄. Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868, τόμος Β΄ (1868) – Μέρος τρίτον, Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868 [β΄ έκδ. του πρώτου μέρους 1869],
  • Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871,
  • Συνέπεια της αμαρτίας, Νικόλαος Β. Βωτυράς, Μυθιστόρημα πρωτότυπον, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Βυζαντίδος, 1873 (α΄ δημ. στο περ. Παλλάς Σύρου 1871-1872, β΄ έκδ. με τον τίτλο Η μάγκα του Ωρολογίου ήτοι Τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας. Ιστορικόν διήγημα πρωτότυπον, Αθήνα 1877, γ΄ έκδ. Αθήνα 1884),
  • Έν ζακύνθιον απόκρυφον, Σωκράτης Ζερβός, Μυθιστόρημα, Ζάκυνθος, τυπ. Ο Ζάκυνθος διευθυνόμενον υπό Δ. Α. Φραγγοπούλου, 1875,
  • Τα φάσματα της Αιγύπτου, Μαρία Π. Μηχανίδου, Διηγήματα πρωτότυπα. Σειρά πρώτη: Η καρτερία του Παύλου, Αθήνα, τυπ. Θ. Παπαλεξανδρή, 1875,
  • Απόκρυφα Αθηνών ή Τα μυστηριώδη εγκλήματα κακούργων τινών, Δημ. Κ. Αλβανόπουλος, Αθήνα, τυπ. της Μυθιστορικής Βιβλιοθήκης Δ. Α. Φέξη, 1884,
  • Τα δράματα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Δ. Γουσσόπουλος, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. Α΄-Δ΄, Κωνσταντινούπολη 1888,
  • Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι, Ιωάννης Σ. Ζερβός, Πρωτότυπος μυθιστορία, Κέρκυρα, τυπ. Νικολάου Πετσάλη, 1889,
  • Η απορφανισθείσα κόρη, Γεώργιος Κ. Κουτσούρης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Νομισματίδου, 1889,
  • Πέραν απόκρυφα, Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. 1-2, Κωνσταντινούπολη,, τυπ. Ν. Γ. Κεφαλίδου, 1890,
  • Μυστηριώδης αποκάλυψις, Άγγελος Μωρέττης, Μυθιστορία πρωτότυπος, Αθήνα 1890 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στο περ. Σοσιαλιστής),
  • Τα απόκρυφα των Αθηνών και αι περιπέτειαι του Άγγλου περιηγητού Τζωνν Τζάκετ, Αθήνα 1890,
  • Απόκρυφα της Αιγύπτου, Ζ. Ζαννής (Ιωάννης Σ. Ζερβός), Εκδότης Αργύριος Δρακόπουλος, Αθήνα, τυπ. Βλαστού Βαρβαρρήγου, 1894 και
  • Οι Άθλιοι των Αθηνών, Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα, εν Αθήναις, τυπ. Π. Ζανουδάκη, 1895.
  1. - Ασσέοι πολλοί!
    - Πώς θα τους παίξεις;
    - Εγώ!
    - Μου κλείνεις το πεντάρι και το εξάρι ε; Σωστός ο παίχτης...

  2. Ο κυρ-Θόδωρας φώναξε δυνατά την παραγγελία του στον ταμπή και ακολούθως, απίθωσε τον παίχτη του στο τραπέζι κι έβγαλε το πακέτο και τα σπίρτα του απ' τη μέσα τσέπη.

Βλέπε και παίκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έλκει την καταγωγή της από τη μοδιστρική και το πλέξιμο. Είναι γνωστό ότι μια μπλούζα έχει ως κύρια συστατικά τμήματα το εμπρός τμήμα («μπροστινή»), το πίσω τμήμα («πισινή») και τα μανίκια. Υπάρχουν βέβαια και άλλα σημαντικά τμήματα όπως ο λαιμός, τα λάστιχα κλπ, ο κορμός όμως είναι «μπροστινές, πισινές και μανίκια».

Στα σλάγκικα η έκφραση χρησιμοποιείται χλευαστικά για έργα που παρουσιάζονται ως ολοκληρωμένα, αλλά επί της ουσίας λείπουν σημαντικά κομμάτια που καθιστούν το προϊόν άχρηστο και ατελέσφορο. Η κατάσταση αυτή είναι πολύ συνηθισμένη κυρίως στα δημόσια έργα, π.χ. συμφοράι, κτηματολόγιο, TAXIS κλπ.

  1. - Τέλειωσα, αλλά θέλει σύνδεση με GUI, serial interface και δυο τρία μερεμέτια.
    - Κατάλαβα, θέλει μπροστινές, πισινές και μανίκια...

  2. Μας παρέδωσαν το νέο πρόγραμμα, αλλά, από το λίγο που το είδα, λείπουν μπροστινές πισινές και μανίκια.

  3. Ρε συ αυτό δεν τρέχει τίποτα, όλο «Λυπούμαστε, αλλά αυτή η λειτουργία δεν υποστηρίζεται ακόμη» μου βγάζει. Θέλει μπροστινές, πισινές και μανίκια!

μπροστινές, πισινές, μανίκια (από panos1962, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει χάλια κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης.

Προέρχεται από την περίπλοκη και πολυσχιδή μορφολογία του μουνιού. Ο καλλιγραφικός προσδιορισμός εντείνει την όποια περιπλοκότητα ακριβώς όπως συμβαίνει και με την καλλιγραφική γραφή, δεδομένης δε και της υγρής υφής (χύσια, ούρα, σάλια και άλλες σωματικές εκκρίσεις) που σε πολλές περιπτώσεις απαντούν στο μουνί, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.

  1. - Ο Μήτσος σουτάρισε το καινούριο Alfa Romeo του μπαμπά του. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα.
    - Το αμάξι;
    - Μουνί καλλιγραφίας έγινε. Πάει για απόσυρση.

  2. Ρε, τι γίνεται 'δω μέσα; Τ' άφησα τζιτζί και τα βρίσκω μουνί καλλιγραφίας!

  3. Δε φτάνει που μου βάφτηκε σαν την πουτάνα, την πήραν και τα κλάματα, άστα. Μουνί καλλιγραφίας έγινε! Τη λυπήθηκα την κακομοίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το σούπερ ντούπερ, το άπιαστο, το τέλειο. Ο όρος καθιερώθηκε μάλλον από τον Νίκο Αλέφαντο, αλλά χρησιμοποιείται και εκτός αγωνιστικού χώρου, π.χ. «το ραλί του Άγγελου είναι πύραυλος, μάνα καημένη».

- Παίκτης σαν τον Ροναλντίνιο δεν υπάρχει άλλος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Ο άνθρωπος είναι μάνα καημένη, ασύλληπτος!

- Καλά, μια Χαγιαμπούσαμας έπαιζε φώτα στα 220! Μας πέρασε σαν να ήμαστε σταματημένοι. Απίστευτο εργαλείο, μάνα καημένη, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (μπαμπαδισμός πλέον), που περιγράφει ποιητικώς (ριμάροντας) εξαιρετικά κοντή μίνι φούστα, που με τη σειρά της επίσης περιγράφει ένα έμπειρο κωλαράκι.

Η αναφορά στο εναπομείναν ύφασμα, το οποίο μετά βίας μπορεί να συγκρατήσει τις εξέχουσες καμπύλες της φέρουσας.

Βέβαια, οι ημιπαρθένες το τραβολογούν νευρικά όσο και μάταια, κάθε φορά που κανας λιγούρης χαζεύει τις αγριομπουτάρες τους (κι όχι μόνο) σε στυλ «το φοράς-δεν το φοράς...»

Ο Φωτόπουλος, στο «Θόδωρο και το δίκαννο» (1962), μαλώνοντας με τη Νίτσα Τσαγανέα για το αν θα πάει η μοναχοκόρη τους (Σμαρούλα Γιούλη) στο πάρτυ ή όχι, λόγω του αποκαλυπτικού φορέματός της, διετύπωσε το α-Μίμη-το:

(Τσαγανέα): - Η δική μου κόρη θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Η δική μου δεν θα πάει!
(Τσαγανέα): - Θα πάει-θα πάει-θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Ε, τότε θα πάει η μισή. Η δική μου κόρη, από τη μέση και κάτω, δεν θα πάει!

29 κατασκευαστές φορεμάτων συνιστούν σταυροπόδι κατά το πρότυπο της Σάρον. Αυτοί, ξέρουν...

Συνώνυμα: Ξώμουνο, απολειφάδι, φαρδιά ζώνη κ.α.

-Την είδες τη μικρή με το μίνι;
-Αυτό ρε δεν είναι μίνι, είναι ό,τι έχει απομείνει!
-Ξεκωλάκια...

(από allivegp, 20/11/09)Κώλαση! (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπίμηκες ἀντικείμενο, καρφί, κυρίως ὅμως καβλί.

Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξι çivi, ποὺ σημαίνει καρφί, ἐπίμηκες ἀντικείμενο, κυρίως μυτερό.

(Ὁ Δ/κτης ἔχει ρίξει φυλακὴ στὸν Καραμῆτρο)
- Μαλάκα, ἀφοῦ ἐσύ ἔφταιγες, γιατί δὲν τὸ εἶπες;
- Γιὰ νὰ φάῃ τὸ τσιβὶ ἄλλος ρὲ μαλάκα!

Το παραδοσιακό... (από joe909, 03/08/11)...και το αμερικλάνικο. (από joe909, 03/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified